ΚΕΦΑΛΑΙΟ 1
Ο Ρέι Ντάρβιν ξύπνησε απότομα. Η καρδιά του χτυπούσε δυνατά, σαν να είχε τρέξει για ώρες, αλλά δεν θυμόταν γιατί. Ο ιδρώτας μούσκευε τον αυχένα του, στάζοντας στη λεπτή, γκρίζα στολή ύπνου. Το στήθος του ανεβοκατέβαινε με βιασύνη, το μυαλό του πάλευε να συγκρατήσει κάτι. Ένα όνειρο. Όμως, τα όνειρα δεν υπήρχαν στη Νέα Γη. Το εκπαιδευτικό πρόγραμμα των Άρχοντων είχε ξεκαθαρίσει πως ο ύπνος ήταν απλώς μια απαραίτητη λειτουργία του οργανισμού, χωρίς περίεργες παρενέργειες όπως «όνειρα». Όποιος ισχυριζόταν ότι έβλεπε κάτι τέτοιο, είτε υπέφερε από κάποια προσωρινή δυσλειτουργία είτε ήταν απλώς… προβληματικός. Και ο Ρέι δεν ήθελε να είναι προβληματικός. Τινάχτηκε από το κρεβάτι και στάθηκε μπροστά στον καθρέφτη. Το πρόσωπό του ήταν χλωμό κάτω από το ψυχρό, μπλε φως της νύχτας. Οι κόρες των ματιών του ήταν ελαφρώς διασταλμένες, τα χέρια του έτρεμαν. Κοίταξε γύρω του. Το δωμάτιο ήταν απολύτως συμμετρικό, όπως όλα στη Νέα Γη. Ένα κρεβάτι, ένας καθρέφτης, ένα μικρό γραφείο με ενσωματωμένο τερματικό πρόσβασης, και μια ντουλάπα που περιείχε ακριβώς τέσσερις στολές εργασίας, όλες ίδιες. Κανείς δεν είχε προσωπικά αντικείμενα. Οι άνθρωποι της αποικίας δεν είχαν λόγο να κρατούν αναμνήσεις, δεν είχαν ανάγκη από οικογενειακά κειμήλια ή φωτογραφίες. Οι Άρχοντες φρόντιζαν γι’ αυτό. Ξαφνικά, ο ήχος της αναπνοής του έσπασε την απόλυτη σιωπή του δωματίου. Ήταν ασυνήθιστα δυνατός, σαν να βρισκόταν μέσα σε κενό. Έκανε ένα βήμα πίσω, όταν…
“Ξύπνα, Ρέι.”
Η φωνή αντήχησε μέσα του, σαν να είχε γεννηθεί απευθείας στο μυαλό του. Ο Ρέι πάγωσε. Τα μάτια του άνοιξαν διάπλατα. Κοίταξε αριστερά, δεξιά. Το δωμάτιο ήταν άδειο. Το τερματικό του ήταν απενεργοποιημένο. Δεν υπήρχε καμία επικοινωνία, κανένα ηχείο που να μπορούσε να παράγει αυτή τη φωνή.
“Ξύπνα.”
Το στομάχι του σφίχτηκε. Η φωνή δεν ήταν απρόσωπη, δεν έμοιαζε με τις τυπικές ανακοινώσεις των Άρχοντων που έπαιζαν καθημερινά στην αποικία. Ήταν… ανθρώπινη. Ο Ρέι άγγιξε τον κρόταφό του, προσπαθώντας να ηρεμήσει. Δεν ήταν δυνατόν. Οι Άρχοντες ήλεγχαν τα πάντα, τις κινήσεις τους, τις σκέψεις τους, τις αναμνήσεις τους. Πώς ήταν δυνατόν να ακούει μια φωνή που δεν προερχόταν από αυτούς; Εκτός αν…Εκτός αν κάτι μέσα του είχε παραμείνει ελεύθερο. Μια ψύχρα διαπέρασε το κορμί του. Το μυαλό του του έλεγε να το αγνοήσει. Να επιστρέψει στο κρεβάτι, να περιμένει μέχρι το ξημέρωμα, να συνεχίσει τη ζωή του όπως πάντα. Αλλά βαθιά μέσα του, κάτι είχε αλλάξει. Για πρώτη φορά στη ζωή του, ήξερε πως κάτι δεν πήγαινε καλά. Και δεν θα μπορούσε ποτέ ξανά να το αγνοήσει.
Ο Ρέι ένιωθε σαν να βρισκόταν σε όνειρο. Κάθε κίνηση γύρω του ήταν τέλεια συγχρονισμένη. Οι άνθρωποι προχωρούσαν σε ευθείες γραμμές, τα βήματά τους είχαν τον ίδιο ρυθμό. Τα πρόσωπά τους ήταν ανέκφραστα, σαν προγραμματισμένα ανδρείκελα. Και το χειρότερο; Μέχρι χθες, δεν το είχε προσέξει ποτέ. Ένα παιδί περπατούσε κρατώντας το χέρι μιας γυναίκας—πιθανώς της μητέρας του. Όμως κάτι ήταν… παράξενο. Το παιδί δεν μιλούσε, δεν κοίταζε γύρω. Δεν υπήρχε καμία παιδική περιέργεια στο πρόσωπό του. Ήταν σαν να είχε γεννηθεί ήδη προγραμματισμένο. Ένα σφίξιμο απλώθηκε στο στήθος του Ρέι. Πόσο καιρό αλήθεια ζούσε μέσα σε αυτό το ψέμα; Το πρώτο ρήγμα ήρθε με το βλέμμα της γυναίκας. Την είδε ανάμεσα στο πλήθος, στην απέναντι πλευρά του διαδρόμου. Και το βλέμμα της τον κάρφωσε σαν μαχαίρι. Δεν υπήρχε τίποτα το τυχαίο σε αυτό. Δεν ήταν απλά κάποια που τον κοιτούσε. Ήταν κάποια που ήξερε. Η καρδιά του χτύπησε δυνατά. Για ένα κλάσμα του δευτερολέπτου, ένιωσε σαν να βυθιζόταν μέσα σε μια σκοτεινή άβυσσο. Τα μάτια της σκούρα, σχεδόν μαύρα, είχαν κάτι… ζωντανό. Και τότε, το βλέμμα της χάθηκε. Η γυναίκα γύρισε το κεφάλι της σαν να μην είχε συμβεί τίποτα. Αλλά ο Ρέι ήξερε την αλήθεια: Αυτό το βλέμμα τον ειχε αναγνωρίσει. Αυτό το βλέμμα τον είχε βρει.
Οι πόρτες του ενεργειακού κέντρου άνοιξαν με έναν χαμηλό, μηχανικό ήχο. Στο εσωτερικό, η θερμοκρασία ήταν ελαφρώς υψηλότερη, εξαιτίας των τεράστιων αντιδραστήρων που παρείχαν ενέργεια σε όλη την αποικία. Ο Ρέι στάθηκε για λίγο στην είσοδο, παίρνοντας μια βαθιά ανάσα. Επικεντρώσου στη δουλειά. Μην αφήνεις το μυαλό σου να ξεστρατίσει. Πλησίασε τον σταθμό του και άγγιξε την οθόνη. Ψυχροί αριθμοί εμφανίστηκαν, ροές ενέργειας, ποσοστά απόδοσης. Κάθε μέρα έκανε ακριβώς το ίδιο. Και κάθε μέρα, δεν ένιωθε τίποτα. Αλλά σήμερα… Σήμερα δεν μπορούσε να σταματήσει να σκέφτεται. Τι του είχαν κάνει; Και τότε, την ένιωσε πριν τη δει. Μια παρουσία πίσω του. Μια σκιά που πλησίαζε. Και μετά… Ένα χέρι άγγιξε τον ώμο του. Ένα ανατρίχιασμα απλώθηκε στη ραχοκοκαλιά του. Γύρισε αργά. Εκείνη. Ήταν τόσο κοντά που μπορούσε να διακρίνει την ανάσα της, να δει τις μικρές ανεπαίσθητες συσπάσεις στο πρόσωπό της.
“Μην μιλήσεις. Μην ρωτήσεις. Μόνο άκουσε.”
Η φωνή της ήταν σιγανή, αλλά είχε μια απίστευτη ένταση. Δεν ήταν προστακτική. Δεν ήταν αυταρχική. Ήταν μια προειδοποίηση. Ο Ρέι πάγωσε. Τα μάτια της γυναίκας πετάρισαν γρήγορα γύρω τους. Ήξερε ότι τους παρακολουθούσαν. Η ανάσα του κόπηκε. Και τότε, σχεδόν άηχα, εκείνη είπε τις λέξεις που θα άλλαζαν τη ζωή του για πάντα:
“Αν θες να μάθεις την αλήθεια, έλα στο σημείο Μηδέν. Μεσάνυχτα.”
Και μετά, σαν σκιά, εξαφανίστηκε. Ο Ρέι ένιωσε τα αυτιά του να βουίζουν. Ο εγκέφαλός του αρνήθηκε να δεχτεί αυτές τις δύο λέξεις. Δεν υπήρχε σημείο Μηδέν. Το ήξερε. Το είχαν μάθει όλοι από μικρά παιδιά. Η αποικία ήταν τέλεια. Κάθε δρόμος, κάθε κτίριο, κάθε σύστημα είχε σχεδιαστεί με απόλυτη ακρίβεια. Δεν υπήρχαν κενά. Δεν υπήρχαν τυφλά σημεία. Δεν υπήρχε Σημείο Μηδέν. Αλλά τότε…Γιατί αυτή η γυναίκα το ανέφερε σαν κάτι πραγματικό; Ο Ρέι κοίταξε γύρω του. Οι άλλοι μηχανικοί συνέχιζαν τη δουλειά τους, ανέκφραστοι όπως πάντα. Δεν είχαν αντιληφθεί τίποτα. Ή απλά έκαναν ότι δεν είχαν αντιληφθεί τίποτα; Ο κόσμος γύρω του ξαφνικά φαινόταν πιο ψεύτικος από ποτέ. Η καρδιά του χτυπούσε ανεξέλεγκτα. Αν πήγαινε στο Σημείο Μηδέν, αν τολμούσε να κάνει αυτό το βήμα, δεν θα υπήρχε επιστροφή. Η ζωή του όπως την ήξερε θα τελείωνε. Αλλά για πρώτη φορά στη ζωή του, η άγνοια τον τρόμαζε περισσότερο από την αλήθεια. Και ήξερε ότι έπρεπε να πάει.
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 2
Ο Ρέι κάθισε ξανά μπροστά στο τερματικό του, προσπαθώντας να συγκεντρωθεί. Τα χέρια του έτρεμαν ελαφρώς καθώς πληκτρολογούσε εντολές, αλλά η οθόνη δεν είχε αλλάξει. Τα ίδια δεδομένα, οι ίδιες ατέλειωτες σειρές αριθμών που έδειχναν τη σταθερότητα της αποικίας. Όλα λειτουργούσαν άψογα. Και αυτό ακριβώς ήταν το πρόβλημα. Η αποικία δεν είχε ποτέ δυσλειτουργίες. Οι γεννήτριες δεν παρουσίαζαν ποτέ πτώση απόδοσης. Δεν υπήρχαν διακοπές ρεύματος. Κανένα τεχνικό σφάλμα. Μια τέλεια μηχανή. Αλλά ποια μηχανή δεν χαλάει ποτέ; Το στομάχι του σφίχτηκε. Πόσο καιρό ζούσε μέσα σε αυτή την ψεύτικη σταθερότητα χωρίς να αμφισβητήσει τίποτα; Το μυαλό του άρχισε να τρέχει ανεξέλεγκτα. Αν τα πάντα ελέγχονταν; Αν τα δεδομένα δεν ήταν αληθινά, αλλά προγραμματισμένα για να δείχνουν πάντα το ίδιο; Αν η πραγματικότητα που έβλεπε ήταν ψεύτικη; Άφησε την οθόνη και κοίταξε γύρω του. Οι συνάδελφοί του βρίσκονταν στις θέσεις τους, σκυμμένοι πάνω από τα τερματικά τους. Δεν μιλούσαν μεταξύ τους. Δεν κοιτούσαν γύρω. Δεν αντιδρούσαν. Ήταν σαν να είχαν ξεχάσει πως είναι να είσαι άνθρωπος. Ο Ρέι θυμήθηκε τη γυναίκα. Τη γυναίκα με τα ξύπνια μάτια.
Αν αυτή η γυναίκα υπήρχε… τότε πόσοι άλλοι σαν κι αυτή βρίσκονταν κρυμμένοι στην αποικία; Και το πιο τρομακτικό ερώτημα: Αν εκείνη τον είχε παρατηρήσει… μήπως τον είχαν παρατηρήσει κι άλλοι; Ξαφνικά, κάτι άλλαξε στον χώρο. Μια ανεπαίσθητη πίεση, σαν ηλεκτρισμός στον αέρα. Ο Ρέι ένιωσε μια ανεξήγητη παρουσία γύρω του, κάτι που δεν μπορούσε να δει αλλά μπορούσε να νιώσει. Τον παρακολουθούσαν. Η συνειδητοποίηση ήταν σαν μαχαίρι στο στήθος του. Δεν ήξερε από πού, δεν ήξερε πώς, αλλά το ήξερε. Η αποικία ήταν γεμάτη μάτια. Δεν υπήρχαν κάμερες. Δεν υπήρχαν φανεροί φρουροί. Αλλά ο έλεγχος ήταν απόλυτος. Ήταν σαν ο αέρας γύρω του να είχε γεμίσει με αόρατα νήματα που έδεναν τις κινήσεις του, που αισθάνονταν κάθε σκέψη του. Τα δάχτυλά του έσφιξαν το μεταλλικό γραφείο μπροστά του. Έπρεπε να ηρεμήσει. Αν αντιδρούσε περίεργα, αν έδειχνε φόβο, αν έβγαινε εκτός μοτίβου, τότε θα τον έβλεπαν πραγματικά. Αλλά τότε συνέβη κάτι που τον έκανε να παγώσει εντελώς. Από κάπου, από το βάθος του νου του ή ίσως από κάτι έξω από αυτόν άκουσε έναν ήχο. Έναν ψίθυρο. Έναν ψίθυρο που δεν έπρεπε να υπάρχει.
“Σημείο Μηδέν…”
Ο Ρέι ένιωσε το αίμα του να παγώνει. Δεν είχε κουνήσει τα χείλη του. Δεν είχε σκεφτεί εκείνες τις λέξεις. Και όμως, τις είχε ακούσει. Γύρισε απότομα, κοιτώντας τριγύρω, αλλά οι άλλοι μηχανικοί συνέχιζαν τη δουλειά τους σαν να μην είχε συμβεί τίποτα. Ήταν δυνατόν να… διαβάζουν το μυαλό του; Όχι, όχι, δεν γινόταν. Ένιωσε μια ζαλάδα, σαν το μυαλό του να προσπαθούσε να παλέψει με μια αλήθεια που δεν μπορούσε να αποδεχτεί. Τι στο διάολο συνέβαινε; Και τότε το είδε. Στην άκρη της οθόνης του, ένα μικρό, σχεδόν αόρατο σύμβολο εμφανίστηκε για ένα δευτερόλεπτο. Ένα κυκλικό σχήμα με μια διαγώνια γραμμή στη μέση. Δεν ανήκε στα επίσημα δεδομένα. Δεν έπρεπε να είναι εκεί. Και όμως, ήταν εκεί. Ένα μήνυμα;
Ένα κάλεσμα; Ή μια προειδοποίηση; Ο Ρέι ένιωσε πως είχε ήδη ξεκινήσει να πέφτει μέσα σε μια άβυσσο από την οποία δεν μπορούσε να ξεφύγει. Αν πήγαινε στο Σημείο Μηδέν, δεν θα υπήρχε επιστροφή. Αλλά αν δεν πήγαινε θα μπορούσε ποτέ να ξεχάσει ότι είδε πίσω από το πέπλο; Ένιωσε την καρδιά του να χτυπά δυνατά. Το μυαλό του έδινε δύο αντίθετες εντολές:
“Μείνε ασφαλής.”
“Βρες την αλήθεια.”
Ένιωσε τα χέρια του να ιδρώνουν. Κοίταξε την πόρτα. Κοίταξε το πλήθος των μηχανικών που συνέχιζαν να δουλεύουν αδιάφοροι. Κοίταξε την άδεια, μεταλλική οροφή. Και ήξερε. Τα μάτια των Άρχοντων ήταν πάνω του. Όμως αυτή τη φορά, ο Ρέι δεν θα έκανε πίσω. Θα πήγαινε στο Σημείο Μηδέν. Και ό,τι κι αν συνέβαινε θα μάθαινε την αλήθεια.
Η Νέα Γη δεν είχε ποτέ αληθινό σκοτάδι. Οι τεχνητοί ουρανοί της αποικίας έμπαιναν σε “νυχτερινή λειτουργία”, καλύπτοντας την πόλη με έναν ψυχρό, γαλάζιο φωτισμό, σαν να βρισκόταν διαρκώς κάτω από ένα αχνό φεγγαρόφως. Ο ουρανός ήταν πάντα εκεί. Οι τοίχοι ήταν πάντα εκεί. Ο έλεγχος ήταν πάντα εκεί. Αλλά απόψε, ο Ρέι ήξερε πως υπήρχε κάτι άλλο. Κάτι πέρα από τον έλεγχο. Κάτι που υπήρχε μόνο αν ήξερες να το ψάξεις. Το Σημείο Μηδέν. Η Απόδραση. Ο Ρέι βγήκε από το διαμέρισμά του αθόρυβα, κοιτάζοντας δεξιά και αριστερά. Οι διάδρομοι ήταν άδειοι. Όχι επειδή οι άνθρωποι κοιμόντουσαν—οι άνθρωποι στη Νέα Γη δεν είχαν ανάγκη από πραγματικό ύπνο. Το μυαλό τους αναπαυόταν μόνο όσο έπρεπε. Όσο επέτρεπαν οι Άρχοντες. Όμως το αποψινό βράδυ ήταν διαφορετικό. Ένιωθε σαν να κινούνταν μέσα σε κάτι πυκνό, κάτι αόρατο που τον παρακολουθούσε. Κάθε του βήμα αντηχούσε πολύ δυνατά στους μεταλλικούς διαδρόμους. Λες και η ίδια η πόλη προσπαθούσε να τον προδώσει.
Ο σταθμός που έπρεπε να φτάσει ήταν στις εξωτερικές ζώνες της αποικίας—εκεί που οι περισσότεροι πολίτες δεν είχαν λόγο να πηγαίνουν. Οι δρόμοι έγιναν πιο ήσυχοι. Οι τοίχοι πιο στενοί. Τα φώτα τρεμόπαιζαν ανεπαίσθητα. Ο Ρέι ένιωθε πως κάτι τον ακολουθούσε. Δεν υπήρχαν βήματα. Δεν υπήρχε θόρυβος. Αλλά το ήξερε. Το ένιωθε. Έριξε μια γρήγορη ματιά πίσω του. Κανείς. Όμως οχι. Όχι κανείς. Κάτι ήταν εκεί. Ένα σκοτάδι που δεν θα έπρεπε να υπάρχει. Μια σκιά που δεν ακολουθούσε κανένα φως. Η καρδιά του χτυπούσε σαν τύμπανο πολέμου. Δεν μπορούσε να σταματήσει. Δεν έπρεπε να σταματήσει. Έστριψε απότομα στη γωνία και βρέθηκε μπροστά σε μια γυναίκα. Η σκοτεινή της φιγούρα ξεχώριζε στη μέση του διαδρόμου. Περίμενε. Σαν να ήξερε ακριβώς πότε και πού θα έφτανε. Η ανάσα του Ρέι βγήκε κοφτή. Αλλά εκείνη δεν φάνηκε να ξαφνιάζεται.
“Ήρθες”.
Η φωνή της ήταν χαμηλή, σχεδόν σαν ψίθυρος.
“Πρέπει να βιαστούμε. Μας παρακολουθούν”.
Ο Ρέι ένιωσε τον φόβο να τον σφίγγει σαν φίδι. Μας παρακολουθούν. Το ήξερε. Το είχε νιώσει. Αλλά να το ακούσει από κάποιον άλλον και ειδικά από μια γυναίκα έκανε τον τρόμο αληθινό.
“Ποιοι;” ψιθύρισε.
Η γυναίκα δεν απάντησε. Μόνο έδειξε προς τα εμπρός.
“Ακολούθησέ με”.
Και τότε ξεκίνησαν να τρέχουν. Οι δρόμοι της αποικίας δεν ήταν ποτέ φτιαγμένοι για να τρέχεις. Τα μονοπάτια ήταν σχεδιασμένα για αργά, ελεγχόμενα βήματα. Όμως τώρα, καθώς διέσχιζαν το λαβύρινθο των μετάλλινων διαδρόμων, ο Ρέι αισθανόταν πως κάτι άλλο τους κυνηγούσε. Κάθε φορά που έστριβε μια γωνία, ένιωθε πως η σκιά που είχε δει νωρίτερα ήταν πιο κοντά. Δεν ήξερε τι ήταν. Δεν ήξερε αν ήταν καν πραγματικό. Αλλά η γυναίκα δεν σταματούσε να τρέχει. Ούτε αυτός. Μέχρι που έφτασαν. Μπροστά τους στεκόταν μια πύλη. Αλλά δεν ήταν σαν τις άλλες. Δεν είχε φωτεινές ενδείξεις. Δεν είχε αναγνώριση ταυτότητας. Δεν υπήρχε στοιχείο ότι ανήκε στη Νέα Γη. Ήταν απλώς εκεί. Ένα μεταλλικό πέρασμα μέσα στο κενό. Η γυναίκα στάθηκε μπροστά της και πέρασε το χέρι της πάνω από μια μικρή επιφάνεια στον τοίχο. Ένας χαμηλός, απόκοσμος ήχος γέμισε τον αέρα. Η πύλη άρχισε να ανοίγει. Ο Ρέι ένιωσε τον αέρα να γίνεται πιο βαρύς. Και τότε είδε τι υπήρχε από την άλλη πλευρά. Και το μυαλό του ούρλιαξε.
Ο ηχος της Πύλης ήταν λάθος. Δεν έμοιαζε με τους απαλούς, μηχανικούς ήχους που ήξερε από τη Νέα Γη. Αυτός ο ήχος ήταν βαθύς, υγρός, σαν κάτι οργανικό να μετακινούσε τους μεταλλικούς μηχανισμούς. Σαν η ίδια η πύλη να ανέπνεε. Ο Ρέι ένιωσε μια παγωμένη ανατριχίλα να σκαρφαλώνει στη ραχοκοκαλιά του. Πίσω του, το σκοτάδι των διαδρόμων της αποικίας απλωνόταν σαν ένα ατελείωτο, αποστειρωμένο κελί. Μπροστά του, μέσα από τη μισάνοιχτη πύλη, κάτι περίμενε. Και το ήξερε. Η γυναίκα γύρισε προς το μέρος του. Το πρόσωπό της ήταν αυστηρό, αλλά στα μάτια της υπήρχε κάτι άλλο τώρα—μια μικρή, ανεπαίσθητη σκιά φόβου.
“Προχώρα,” είπε.
Δεν το είπε σαν διαταγή. Το είπε σαν κάποια που ήλπιζε πως ο Ρέι θα είχε το θάρρος να το κάνει. Ο Ρέι ένιωσε την καρδιά του να χτυπάει δυνατά. Αν έκανε αυτό το βήμα, δεν υπήρχε επιστροφή. Αλλά… δεν μπορούσε να σταματήσει τώρα. Πέρασε το κατώφλι. Και ένιωσε την πραγματικότητα να αλλάζει γύρω του. Η πρώτη του αίσθηση ήταν το βάρος του αέρα. Ήταν πιο παχύς εδώ. Βαρύς, σαν να τον τύλιγε και να τον εμπόδιζε να αναπνεύσει σωστά. Και η σιωπή. Η σιωπή δεν ήταν φυσιολογική. Δεν ήταν σαν τις ήσυχες αίθουσες της Νέας Γης. Ήταν μια σιωπή γεμάτη με κάτι άλλο. Κάτι που δεν ακουγόταν, αλλά ήταν εκεί. Ο Ρέι ένιωσε έναν αδιόρατο παλμό να δονεί τον χώρο. Μια παρουσία. Σαν κάτι να βρισκόταν κάτω από την επιφάνεια της πραγματικότητας.
Κοίταξε γύρω του. Το μέρος δεν έμοιαζε με τίποτα που είχε ξαναδεί. Ήταν ένα τεράστιο, κυκλικό δωμάτιο, σκοτεινό, με τοίχους που δεν έδειχναν κατασκευασμένοι από τα μεταλλικά υλικά της αποικίας. Ήταν πιο παλιοί. Πιο ξένοι. Πιο ζωντανοί.
“Τι είναι εδώ;” ρώτησε, η φωνή του βγαίνοντας πιο αδύναμη απ’ όσο περίμενε.
Η γυναίκα προχώρησε λίγο πιο μέσα.
“Η αλήθεια.”
Ο Ρέι ακολούθησε, τα βήματά του ηχώντας ανεξήγητα σιωπηλά πάνω στο έδαφος. Κάτι δεν πήγαινε καλά με την αίσθηση του χώρου. Οι τοίχοι φαίνονταν να κινούνται ανεπαίσθητα, σαν να μην ήταν εντελώς στερεοί. Σαν να ήταν… πορώδεις. Σαν να ανέπνεαν. Ο Ρέι ένιωσε αποσυνδεδεμένος από την ίδια του την ύπαρξη. Σαν να ήταν παρατηρητής του ίδιου του εαυτού του. Και τότε το είδε. Ένα σχήμα χαραγμένο στον τοίχο. Ένα σύμβολο. Το ίδιο σύμβολο που είχε εμφανιστεί στιγμιαία στην οθόνη του στο ενεργειακό κέντρο. Ο κύκλος με τη διαγώνια γραμμή. Το στήθος του σφίχτηκε.
“Αυτό…”
“Το έχεις ξαναδεί” είπε η γυναίκα, χωρίς να τον κοιτάξει.
Ο Ρέι έγνεψε αργά. Δεν ήξερε γιατί το είχε ξαναδεί. Αλλά ήξερε πως ήταν αλήθεια. Κάτι μέσα του το ήξερε από πάντα. Τότε ο τοίχος μίλησε. Δεν ήταν μια φωνή με τον συμβατικό τρόπο. Δεν υπήρχε ήχος. Δεν υπήρχε δόνηση. Αλλά τα λόγια εμφανίστηκαν στο μυαλό του.
“Δεν έπρεπε να έρθεις εδώ.”
Ο Ρέι ένιωσε το κορμί του να μουδιάζει. Η γυναίκα πάγωσε δίπλα του. Ο παλμός στον αέρα έγινε πιο έντονος.
“Γυρίστε πίσω.”
Το σύμβολο στον τοίχο φωτίστηκε ανεπαίσθητα, σαν να είχε καταλάβει την παρουσία τους. Κάτι ήξερε ότι ήταν εδώ. Κάτι τους είχε νιώσει. Και δεν τους ήθελε εκεί. Η γυναίκα άρπαξε το χέρι του Ρέι.
“Πρέπει να προχωρήσουμε” είπε γρήγορα. “Τώρα”. Αλλά ο Ρέι δεν μπορούσε να κινηθεί. Το μυαλό του είχε παγιδευτεί σε μια ατελείωτη ηχώ εκείνης της φωνής.
“Δεν έπρεπε να έρθεις εδώ.”
“Γυρίστε πίσω.”
“Δεν έπρεπε να έρθεις εδώ.”
“Γυρίστε πίσω.”
“ΔΕΝ ΕΠΡΕΠΕ ΝΑ ΕΡΘΕΙΣ ΕΔΩ.”
Και τότε κάτι αναδεύτηκε στο σκοτάδι. Κάτι που δεν έμοιαζε με τίποτα γήινο. Κάτι αρχαίο. Κάτι που υπήρχε εδώ πριν από τον ίδιο τον άνθρωπο. Και ο Ρέι κατάλαβε. Δεν υπήρχε γυρισμός. Είχε περάσει το κατώφλι. Και τώρα κάτι τον είχε προσέξει.
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 3