Γράφει ο Γιάννης Χατζηιωαννίδης
Η απόφαση της Stellantis να αναστείλει προσωρινά τη λειτουργία του εργοστασίου της στη Μιλούζ δεν είναι ένα μεμονωμένο περιστατικό. Είναι το πιο ηχηρό καμπανάκι κινδύνου για μια ευρωπαϊκή αυτοκινητοβιομηχανία που ασφυκτιά κάτω από το βάρος μιας ιδεοληπτικής πολιτικής γραφειοκρατίας, ντυμένης με τον μανδύα της «πράσινης μετάβασης».
Η πρόεδρος της Κομισιόν, Ούρσουλα φον ντερ Λάιεν, μαζί με τους φανατικούς ευρωπαϊστές που την περιβάλλουν, επιβάλλουν μια στρατηγική αποβιομηχάνισης που παρουσιάζεται ως οικολογική επανάσταση. Στην πραγματικότητα, όμως, οι αποφάσεις αυτές ευνοούν τις κινεζικές και αμερικανικές αυτοκινητοβιομηχανίες, που κυριαρχούν πλέον στην παραγωγή ηλεκτρικών οχημάτων, αφήνοντας τις ευρωπαϊκές επιχειρήσεις να παλεύουν με υπερβολικούς κανονισμούς, αυξανόμενα κόστη και ανύπαρκτη κρατική στήριξη.
Η Stellantis, αποτέλεσμα της συγχώνευσης της γαλλικής PSA (Peugeot, Citroën, DS, Opel) με τη Fiat-Chrysler (FCA), είναι ο τέταρτος μεγαλύτερος κατασκευαστής αυτοκινήτων στον κόσμο. Ωστόσο, η πολιτική των Βρυξελλών δείχνει να την οδηγεί στην ίδια μοίρα με δεκάδες άλλους ευρωπαϊκούς κολοσσούς που χάνουν έδαφος έναντι της Ασίας. Το εργοστάσιο της Μιλούζ είναι μόνο η αρχή: 35.000 επιχειρήσεις του κλάδου – προμηθευτές, σχεδιαστικά γραφεία, εταιρείες μηχανικής – και 350.000 εργαζόμενοι στη Γαλλία βρίσκονται πλέον στο χείλος του γκρεμού.
Την ίδια στιγμή, η φον ντερ Λάιεν μιλά για «πράσινη ανάπτυξη» και «καινοτομία», ενώ στην πράξη η Ε.Ε. γίνεται εξαρτημένη από τις εισαγωγές μπαταριών, πρώτων υλών και τεχνολογιών από τρίτες χώρες. Η πολιτική αυτή, αντί να ενισχύσει την ευρωπαϊκή παραγωγή, αποδυναμώνει την ήπειρο και μετατρέπει τα κράτη-μέλη σε καταναλωτές ξένων προϊόντων.
Αν αυτή η πορεία δεν ανακοπεί, η Ευρώπη θα χάσει ένα από τα τελευταία της συγκριτικά πλεονεκτήματα: τη βιομηχανική της βάση. Ο Μακρόν και οι ευρωπαϊστές σύμμαχοί του μιλούν για οικολογική ευημερία, αλλά αυτό που πραγματικά οικοδομούν είναι μια Ευρώπη χωρίς εργοστάσια, χωρίς θέσεις εργασίας και χωρίς μέλλον.