Μια περιπέτεια γεμάτη μυστήριο, φιλία και έναν καλά κρυμμένο κόσμο που μόνο λίγοι μπορούν να δουν!
Η Λένα, ο Ορέστης και ο Μάρκος είναι τρία παιδιά που ζουν σε μια ήσυχη κωμόπολη, μέχρι που ανακαλύπτουν ένα απίστευτο μυστικό: Τα ζώα μπορούν να μιλούν! Όμως, δεν μπορούν να μιλήσουν σε όλους. Μόνο σε όσους είναι άξιοι να μπουν στη Λέσχη των Μυστικών Ζώων. Όταν μια σκοτεινή απειλή αρχίζει να απλώνεται στο δάσος, τα παιδιά πρέπει να ενώσουν δυνάμεις με τους νέους τους φίλους για να το σώσουν. Κάποιος κλέβει τα δέντρα του δάσους… και μαζί τους, τις αναμνήσεις των ζώων! Η Λέσχη πρέπει να δράσει πριν το δάσος γίνει μια σιωπηλή έρημος. Είναι σούρουπο και ενα κορίτσι βρίσκεται στην άκρη του δάσους. Το όνομα της είναι Λένα και προχωρούσε ανάμεσα στα δέντρα, με το ποδήλατό της δίπλα της. Ο ήλιος είχε σχεδόν δύσει, βάφοντας τον ουρανό πορτοκαλί και μοβ. Κάθε απόγευμα ερχόταν εδώ, κοντά στο ποταμάκι, για να σκεφτεί.
«Λένα…»
Η φωνή ακούστηκε χαμηλά, σχεδόν ψιθυριστά.
Η Λένα γύρισε απότομα. Κανείς.
«Λένα…»
Η φωνή ήρθε ξανά. Όμως δεν ήταν ανθρώπινη. Ήταν βαθιά, ήρεμη… και κάπως γνώριμη. Η Λένα ένιωσε ένα ρίγος.
«Μπορείς να με ακούσεις;»
Και τότε τον είδε. Ένας μεγάλος γκρι λύκος στεκόταν μπροστά της, τα μάτια του καρφωμένα στα δικά της. Όμως… κάτι δεν πήγαινε καλά. Ο λύκος δεν γρύλιζε. Δεν έδειχνε επιθετικός. Αντίθετα… φαινόταν σαν να περίμενε κάτι.
«Λένα… Μπορείς να με καταλάβεις, έτσι δεν είναι;»
Η καρδιά της χτύπησε δυνατά. Είχε ακούσει ιστορίες για ανθρώπους που μιλούσαν στα ζώα… αλλά δεν πίστευε ποτέ ότι ήταν αληθινές.
«Εγώ… σε ακούω» είπε ψιθυριστά.
Ο λύκος έκλεισε τα μάτια του για μια στιγμή, σαν να ανακουφίστηκε.
«Τότε, δεν έχουμε πολύ χρόνο».
«Κάτι έρχεται, και αν δεν μας βοηθήσεις… όλα θα χαθούν».
Η Λένα δεν ήξερε ακόμα τι σήμαιναν αυτά τα λόγια. Αλλά βαθιά μέσα της… ήξερε ότι τίποτα δεν θα ήταν πια ίδιο.
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 2
“ΤΟ ΜΥΣΤΙΚΟ ΤΟΥ ΛΥΚΟΥ”
Η Λένα δεν μπορούσε να ξεκολλήσει το βλέμμα της από τον λύκο. Ήταν τεράστιος, το τρίχωμά του γκρίζο σαν καπνός και τα μάτια του… σοφά. Δεν ήταν ένα απλό ζώο.
«Τι… τι εννοείς ότι όλα θα χαθούν;» ψιθύρισε.
Ο λύκος την κοίταξε βαριά.
«Κάτι συμβαίνει στο δάσος. Μια δύναμη… που μας κάνει να ξεχνάμε».
Η Λένα συνοφρυώθηκε.
«Να ξεχνάτε τι;»
«Τα πάντα».
Ο λύκος περπάτησε αργά προς ένα μεγάλο δέντρο και άγγιξε τον κορμό του με τη μουσούδα του.
«Το δάσος θυμάται. Τα ζώα θυμούνται. Όμως κάποιος… μας παίρνει τις μνήμες».
Η Λένα ανατρίχιασε. Σκέφτηκε την περασμένη εβδομάδα, όταν ο κύριος Δημητρίου, ο δασοφύλακας, είπε πως μερικά ζώα συμπεριφέρονταν περίεργα. Ένα ελάφι είχε ξεχάσει πώς να γυρίσει στη φωλιά του. Ένας σκίουρος στεκόταν ακίνητος με άδειο βλέμμα.
«Ποιος… ποιος θα ήθελε να σας κάνει να ξεχάσετε;»
«Δεν ξέρουμε. Αλλά δεν μπορούμε να τον σταματήσουμε μόνοι μας».
Ο λύκος την πλησίασε λίγο ακόμα.
«Σε κάθε γενιά, υπάρχουν κάποιοι άνθρωποι που μπορούν να ακούσουν τη φωνή του δάσους. Εσύ… είσαι μία από αυτούς».
Η Λένα έκανε ένα βήμα πίσω.
«Μα… εγώ είμαι απλά… απλά εγώ!»
«Δεν υπάρχει τίποτα “απλό” σε εσένα, μικρή».
Η φωνή του ήταν σταθερή, σχεδόν προστατευτική.
«Αλλά δεν μπορείς να το κάνεις μόνη σου. Θα χρειαστείς τους φίλους σου».
Λίγη ώρα αργότερα η Λένα είχε τρέξει μέχρι το χωριό όσο πιο γρήγορα μπορούσε. Είχε μόνο δύο ανθρώπους στους οποίους μπορούσε να στραφεί. Τον Ορέστη και τον Μάρκο. Ο πρώτος ηταν σκεπτικιστής. Δεν πίστευε τίποτα αν δεν το έβλεπε με τα μάτια του. Ο δεύτερος ηταν αστείος και περιπετειώδης που πάντα αναζητούσε κάτι… μαγικό. Τους βρήκε και τους δύο στο παλιό σπίτι-δεντρόσπιτο, όπου πάντα μαζεύονταν μετά το σχολείο.
«Σας χρειάζομαι» είπε λαχανιασμένη.
Ο Ορέστης σταύρωσε τα χέρια του.
«Χρειάζεσαι ΕΜΑΣ; Αυτό πρέπει να είναι καλό».
Ο Μάρκος πετάχτηκε από τη θέση του.
«Είναι εξωγήινοι; Είναι θησαυρός; Είναι… ΜΥΣΤΗΡΙΟ;»
Η Λένα πήρε βαθιά ανάσα.
«Είναι κάτι πολύ μεγαλύτερο.»
Τους κοίταξε στα μάτια και είπε τα λόγια που θα άλλαζαν τα πάντα:
«Τα ζώα μπορούν να μιλούν. Και το δάσος… μας χρειάζεται.»
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 3
“ΤΟ ΠΡΩΤΟ ΒΗΜΑ”
Η Λένα περίμενε. Ο Ορέστης την κοιτούσε σαν να είχε χάσει το μυαλό της. Ο Μάρκος, από την άλλη, φαινόταν πιο ενθουσιασμένος παρά σκεπτικός.
«Τα ζώα… μιλούν;» είπε τελικά ο Ορέστης, σηκώνοντας ένα φρύδι.
«Ναι!» είπε η Λένα. «Και όχι μόνο αυτό. Ζητούν βοήθεια. Κάτι ή κάποιος τους κάνει να ξεχνούν».
Ο Μάρκος χτύπησε ενθουσιασμένος τα χέρια του.
«Τέλειο! Τι περιμένουμε; Πάμε στο δάσος να βρούμε… δεν ξέρω… ένα σοφό ελάφι, έναν μυστήριο σκίουρο, έναν…»
«Έναν λύκο» τον διέκοψε η Λένα.
Η σιωπή έπεσε στο δωμάτιο. Ο Ορέστης ανακάθισε.
«Εντάξει, περίμενε. Θες να πιστέψω ότι είδες έναν ΛΥΚΟ, σου μίλησε… και αντί να σε φάει, σου ζήτησε βοήθεια;»
Η Λένα ένευσε σοβαρά.
«Ναι. Και μας περιμένει».
Ο Ορέστης σηκώθηκε όρθιος.
«Αυτό είναι τρέλα».
«Μπορεί. Αλλά αν δεν έρθεις, δεν θα το μάθεις ποτέ» είπε η Λένα.
Ο Ορέστης άνοιξε το στόμα του για να απαντήσει, αλλά σταμάτησε. Ήξερε καλά πως, όταν η Λένα έλεγε κάτι, το πίστευε. Κι αν υπήρχε έστω και μια πιθανότητα να ήταν αλήθεια…
«Εντάξει.» είπε τελικά. «Αλλά αν μας κυνηγήσουν, εγώ τρέχω πρώτος».
Ο Μάρκος χαμογέλασε.
«Ας το κάνουμε!»
Λίγη ώρα αργότερα τα τρία παιδιά περπατούσαν αθόρυβα μέσα στο δάσος. Η νύχτα είχε πέσει, και το φεγγάρι έριχνε ένα ασημένιο φως στα φύλλα. Ο αέρας μύριζε ξύλο και χώμα.
«Λένα, αν αυτός ο λύκος είναι αληθινός… πώς θα τον βρούμε;» ψιθύρισε ο Ορέστης.
Η Λένα δεν απάντησε αμέσως.
«Δεν θα τον βρούμε εμείς».
«Θα μας βρει εκείνος».
Και πράγματι, πριν προλάβει να τελειώσει τη φράση της…
«Ήρθατε».
Ο ήχος της φωνής τον έκανε να ανατριχιάσουν. Μέσα από τις σκιές, ο μεγάλος λύκος εμφανίστηκε. Ο Ορέστης έμεινε με το στόμα ανοιχτό. Ο Μάρκος έκανε ένα βήμα πίσω, αλλά τα μάτια του γυάλιζαν από ενθουσιασμό.
«Θεέ μου…» ψιθύρισε ο Ορέστης. «Αυτό… Αυτό συμβαίνει στ’ αλήθεια».
Ο λύκος τους κοίταξε έναν έναν.
«Η Λένα σας εμπιστεύεται. Ελπίζω να αξίζετε την εμπιστοσύνη της».
Τα παιδιά κατάλαβαν πως αυτή η βραδιά… ήταν η αρχή για κάτι πολύ μεγαλύτερο απ’ ό,τι μπορούσαν να φανταστούν.
«Είμαστε έτοιμοι» είπε η Λένα.
Ο λύκος έσκυψε το κεφάλι.
«Τότε ακολουθήστε με. Ήρθε η ώρα να μάθετε την αλήθεια».
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 4
“Η ΑΛΗΘΕΙΑ ΠΟΥ ΚΡΥΒΕΤΑΙ ΣΤΟ ΣΚΟΤΑΔΙ”
Η Λένα, ο Ορέστης και ο Μάρκος ακολουθούσαν τον λύκο μέσα από σκοτεινά μονοπάτια.
Τα δέντρα γύρω τους υψώνονταν σαν γιγάντιες σκιές, και μόνο το φως του φεγγαριού τους καθοδηγούσε. Ο αέρας μύριζε ξύλο, νυχτολούλουδα… και κάτι άλλο.
«Μυρίζει… καμένο;» ψιθύρισε ο Ορέστης.
«Δεν είναι φωτιά» απάντησε ο λύκος. «Είναι το δάσος που πεθαίνει».
Τα παιδιά αντάλλαξαν ανήσυχες ματιές. Φτάνοντας σε ένα ξέφωτο, ο λύκος σταμάτησε. Εκεί, ένα μικρό ελάφι στεκόταν στη μέση του λιβαδιού… αλλά κάτι δεν πήγαινε καλά. Τα μάτια του ήταν θολά. Το βλέμμα του χαμένο. Σαν να μην ήξερε πού βρισκόταν… ή ποιος ήταν.
«Τι του συμβαίνει;» ρώτησε η Λένα.
«Έχει χάσει τις αναμνήσεις του».
Η φωνή του λύκου ήταν βαριά, γεμάτη θλίψη.
«Δεν θυμάται πού γεννήθηκε. Δεν θυμάται το όνομά του. Δεν θυμάται καν πώς να τρέξει».
«Μα… πώς γίνεται αυτό;»
Ο λύκος κοίταξε γύρω του, σαν να ήλεγχε ότι κανείς δεν τους παρακολουθούσε.
«Υπάρχει κάποιος που παίρνει τις μνήμες των ζώων».
«Ένα πλάσμα που δεν ανήκει σε αυτόν τον κόσμο».
Τα παιδιά πάγωσαν.
«Τι… τι εννοείς;» ρώτησε ο Ορέστης, προσπαθώντας να μη δείξει φόβο.
«Δεν ξέρουμε ποιος είναι… αλλά ξέρουμε πού κρύβεται».
Ο λύκος γύρισε το κεφάλι του προς τη σκοτεινή πλευρά του δάσους.
«Στη Σπηλιά των Χαμένων».
Η Λένα κατάπιε δύσκολα.
«Αν πάμε εκεί… μπορούμε να σταματήσουμε αυτό που συμβαίνει;»
«Ίσως».
Ο Ορέστης σταύρωσε τα χέρια του.
«Ωραία. Και ας πούμε ότι πηγαίνουμε… δεν θα έπρεπε να φοβόμαστε;»
Ο λύκος γύρισε και τον κοίταξε βαθιά στα μάτια.
«Αν δεν πάτε… τότε ΝΑ φοβάστε».
Τα παιδιά αντάλλαξαν ματιές. Ήξεραν πως δεν υπήρχε γυρισμός.
«Τότε πάμε» είπε η Λένα. «Πρέπει να σώσουμε το δάσος πριν χαθεί για πάντα». Ηταν μεσάνυχτα βαθιά μέσα στο δάσος. Η Λένα, ο Ορέστης και ο Μάρκος ακολουθούσαν τον λύκο μέσα από μονοπάτια που κανείς δεν πατούσε εδώ και χρόνια. Τα δέντρα γίνονταν όλο και πιο πυκνά, και η ομίχλη σκέπαζε το έδαφος σαν αόρατα δάχτυλα. Ο αέρας είχε αλλάξει. Ήταν βαρύς. Σαν να κουβαλούσε κάτι παλιό.
«Πλησιάζουμε» είπε ο λύκος.
Μπροστά τους, ανάμεσα στα βράχια, ορθωνόταν το στόμιο μιας τεράστιας σπηλιάς. Ήταν σαν στόμα θηρίου, έτοιμο να τους καταπιεί.
«Κάτι δεν μου αρέσει εδώ…» ψιθύρισε ο Ορέστης.
«Ποτέ δεν σου αρέσει τίποτα» απάντησε ο Μάρκος, αν και η φωνή του είχε χάσει το συνηθισμένο της ενθουσιασμό.
Η Λένα έκανε ένα βήμα μπροστά.
«Αν υπάρχει κάτι που κλέβει τις μνήμες των ζώων… είναι εδώ».
Και με αυτό, μπήκε στη σπηλιά. Το σκοτάδι μέσα ήταν σχεδόν απόλυτο. Οι τοίχοι ήταν κρύοι, υγροί, και οι σταλακτίτες κρέμονταν σαν κοφτερά δόντια. Και τότε… το άκουσαν. Ψίθυροι. Ψιθυριστές φωνές που δεν είχαν σώμα. Ο Μάρκος ένιωσε ένα ρίγος στη σπονδυλική του στήλη.
«Τι… τι είναι αυτό;»
Ο λύκος χαμήλωσε τα αυτιά του.
«Αυτοί που έχουν ήδη ξεχάσει».
Ξαφνικά, η Λένα σταμάτησε. Κάτι υπήρχε μπροστά τους. Ένα πελώριο, αρχαίο σύμβολο χαραγμένο στον βράχο. Και στη μέση του… μια πέτρινη πόρτα.
«Αυτό… μοιάζει με σφραγίδα» είπε ο Ορέστης, ακουμπώντας το χέρι του πάνω της.
«Κάτι κρατάει αυτή την πόρτα κλειστή».
Ο λύκος πλησίασε αργά.
«Ή κάποιος προσπαθεί να κρατήσει κάτι μέσα».
Η Λένα ένιωσε ένα βάρος στο στήθος της. Κάτι ήταν εκεί πίσω… κάτι που δεν έπρεπε να ξυπνήσει.
«Και αν είμαστε ήδη πολύ αργά;»
Ο τοίχος άρχισε να τρέμει. Οι ψίθυροι έγιναν ουρλιαχτά. Και η πόρτα… άρχισε να ανοίγει. Η πέτρινη πόρτα έτρεμε. Σκόνη έπεφτε από το ταβάνι της σπηλιάς. Ο αέρας γέμισε με έναν περίεργο ήχο, σαν ψίθυροι που έρχονταν από παντού και πουθενά ταυτόχρονα.
«Δεν μου αρέσει αυτό!» φώναξε ο Μάρκος, κάνοντας δύο βήματα πίσω.
Ο Ορέστης πήγε να τραβήξει τη Λένα μακριά, αλλά ήταν ήδη αργά. Η πόρτα… άνοιξε. ️ Και τότε, οι σκιές βγήκαν. Σκοτεινά, καπνιστά πλάσματα ξεχύθηκαν από το άνοιγμα. Δεν είχαν πρόσωπα, δεν είχαν μάτια, μόνο παραμορφωμένες μορφές που άλλαζαν σχήμα. Και το χειρότερο; Όπου περνούσαν, οι μνήμες χάνονταν.
«Μην τους αφήσετε να σας αγγίξουν!» γρύλισε ο λύκος.
Αλλά ήδη ήταν αργά για έναν από αυτούς.
Ένα από τα πλάσματα άγγιξε τον Ορέστη στον ώμο. Τα μάτια του άνοιξαν διάπλατα.
«Ποιοι… ποιοι είστε;» ψιθύρισε.
Η Λένα πάγωσε. Ο Ορέστης τους κοιτούσε… σαν να μην τους είχε ξαναδεί ποτέ.
«Δεν… σας γνωρίζω.»
Οι Σκιές της Λήθης είχαν αρχίσει να κάνουν τη δουλειά τους. Ο Μάρκος άρπαξε τον Ορέστη από το μπράτσο.
«Όχι, Ορέστη! Είμαστε φίλοι! Θυμήσου!»
Ο Ορέστης τον κοίταξε σαν να ήταν ξένος.
«Δεν… δεν ξέρω καν ποιος είμαι».
Η Λένα έσφιξε τις γροθιές της.
«Δεν μπορούμε να τους αφήσουμε να μας πάρουν!»
Ο λύκος πήδηξε μπροστά τους.
«Δεν μπορείτε να τις πολεμήσετε όπως θα πολεμούσατε έναν κανονικό εχθρό».
Η Λένα γύρισε και τον κοίταξε απελπισμένα.
«Τότε ΠΩΣ;!»
Ο λύκος στύλωσε το βλέμμα του πάνω της.
«Η μνήμη είναι δύναμη. Πρέπει να τους κάνεις να θυμηθούν».
Η Λένα κοίταξε τον Ορέστη. Ήταν φίλοι από παιδιά. Ήξερε ότι μέσα του… υπήρχαν αναμνήσεις που δεν μπορούσαν να χαθούν τόσο εύκολα.
«Ορέστη… θυμάσαι το πρώτο μας καλοκαίρι στο δάσος;»
Ο Ορέστης την κοίταξε αμήχανος.
«Ήμασταν εφτά χρονών. Κάναμε έναν μυστικό χάρτη του δάσους. ΕΣΥ είχες διαλέξει τα ονόματα των μονοπατιών!»
Ο Ορέστης ανοιγόκλεισε τα μάτια του.
«Θυμήσου, Ορέστη! Το σημείο που κρύβαμε τους θησαυρούς μας! Τι όνομα του είχες δώσει;»
Μια σπίθα άναψε στα μάτια του Ορέστη.
«Το… Το Κρυφό Λιβάδι…»
Και τότε, το πλάσμα που τον κρατούσε, άρχισε να χάνει τη δύναμή του.
«Ναι!» φώναξε η Λένα. «Συνέχισε! Θυμήσου!»
«Μάρκο… το δέντρο που χαράξαμε τα αρχικά μας!»
«Ήταν μια βελανιδιά!»
«Και τι γράψαμε;»
«ΛΟΜ! Λένα-Ορέστης-Μάρκος!»
Με μια ξαφνική έκρηξη φωτός, η Σκιά διαλύθηκε. Ο Ορέστης έπεσε στο έδαφος, λαχανιασμένος… αλλά τους θυμόταν ξανά. Η Λένα γύρισε και κοίταξε τις υπόλοιπες Σκιές που πλησίαζαν.
«Ξέρω πώς να σας σταματήσουμε».
Σήκωσε το κεφάλι της και φώναξε δυνατά μέσα στη σπηλιά: «ΘΥΜΗΘΕΙΤΕ!» Η κραυγή της Λένας αντήχησε σε όλη τη σπηλιά. Τα τοιχώματα έτριξαν, και οι Σκιές άρχισαν να διστάζουν. Οι ψίθυροι έγιναν πιο αδύναμοι. «ΘΥΜΗΘΕΙΤΕ!» Οι Σκιές στριφογύρισαν, σαν να πονούσαν. Και τότε… κάτι άλλαξε. Μέσα από τις Σκιές, άρχισαν να σχηματίζονται εικόνες. Φιγούρες ζώων… ελαφιών, λύκων, αλεπούδων… ακόμα και ανθρώπων. Ήταν σαν να ξυπνούσαν από έναν βαθύ ύπνο.
«Ήμασταν… εδώ…»
«Θυμάμαι το φως…»
Η Λένα, ο Ορέστης και ο Μάρκος έμειναν με κομμένη την ανάσα. Αυτές δεν ήταν απλές σκιές. Ήταν ψυχές που είχαν παγιδευτεί στη λήθη. Και τώρα, επέστρεφαν.
«Η Σπηλιά των Χαμένων δεν ήταν φυλακή» είπε ο λύκος. «Ήταν ένα μέρος όπου οι μνήμες θάφτηκαν».
Η Λένα κοίταξε γύρω της, την καρδιά της να χτυπάει δυνατά.
«Ποιος το έκανε αυτό;»
Ο αέρας πάγωσε. «ΕΓΩ».
Μια βαθιά, βροντερή φωνή αντήχησε από τα βάθη της σπηλιάς. Ένα σκοτεινό σχήμα εμφανίστηκε στην άκρη του θαλάμου. Ήταν πιο μεγάλο από τις άλλες Σκιές, πιο ισχυρό.
«Ήσασταν ανόητοι που ήρθατε εδώ».
Το πλάσμα κινήθηκε αργά προς τα παιδιά.
«Οι αναμνήσεις είναι αδύναμες. Οι αναμνήσεις είναι βάρος. Και εγώ… τις ξεφορτώνομαι».
Η Λένα ένιωσε ένα κρύο χέρι να σφίγγει το στήθος της.
«Αν χάσεις τις αναμνήσεις σου… δεν υπάρχεις».
Η Σκιά άπλωσε ένα μακρύ, μαύρο χέρι προς τη Λένα. Ο Ορέστης και ο Μάρκος πήδηξαν μπροστά της.
«Δεν θα την αγγίξεις!»
Η Λένα πήρε βαθιά ανάσα.
«Όχι αυτή τη φορά».
Έκλεισε τα μάτια της και συγκεντρώθηκε.
«Όλοι έχουμε κάτι να θυμόμαστε. Και οι αναμνήσεις μας… είναι αυτό που μας κάνει ζωντανούς!»
Άνοιξε τα μάτια της, και ένα φως άρχισε να λάμπει γύρω της. «ΘΥΜΗΘΕΙΤΕ!» Ένα τεράστιο κύμα φωτός εξαπλώθηκε σε όλη τη σπηλιά. Η Σκοτεινή Παρουσία ούρλιαξε, το σώμα της άρχισε να διαλύεται. Οι Σκιές γύρω της… δεν ήταν πλέον Σκιές. Ήταν αναμνήσεις που έβρισκαν τον δρόμο τους πίσω. Το ελάφι στο ξέφωτο άρχισε να θυμάται το όνομά του. Τα πουλιά κελάηδησαν ξανά.
Τα δέντρα φάνηκαν να ανασαίνουν. Το δάσος ζωντάνευε ξανά. Και στο κέντρο της σπηλιάς… η Σκοτεινή Παρουσία έσβηνε.
«Όχι… δεν μπορεί… Οι μνήμες έπρεπε να είναι αδύναμες…»
Η Λένα την κοίταξε με σταθερό βλέμμα.
«Οι μνήμες είναι ό,τι πιο δυνατό έχουμε».
Με ένα τελευταίο ουρλιαχτό, η Σκιά χάθηκε. Η Σπηλιά των Χαμένων… δεν ήταν πια στοιχειωμένη. Όταν βγήκαν από τη σπηλιά, το φεγγάρι ήταν ακόμα εκεί. Όμως το δάσος… είχε αλλάξει. Τα ζώα ήταν ξανά ο εαυτός τους. Οι ψίθυροι είχαν σωπάσει. Η Λέσχη των Μυστικών Ζώων είχε ολοκληρώσει την πρώτη της αποστολή.
«Δεν τελειώσαμε εδώ» είπε ο λύκος. «Υπάρχουν κι άλλα μυστικά. Και άλλα πλάσματα που δεν έχουν ξεχαστεί… αλλά θα ήθελαν να ξεχαστούν».
Η Λένα κοίταξε τους φίλους της και χαμογέλασε.
«Τότε ας είμαστε έτοιμοι.»
Το δάσος είχε πλέον τους προστάτες του. Η Λέσχη είχε γεννηθεί. Η Λένα, ο Ορέστης και ο Μάρκος στάθηκαν στην άκρη του δάσους, κοιτάζοντας το ξέφωτο. Ο λύκος στεκόταν δίπλα τους, παρατηρώντας τη νύχτα που απλωνόταν ήσυχα.
«Το δάσος θυμάται».
Τα φύλλα θρόιζαν απαλά, σαν να ψιθύριζαν ιστορίες που είχαν ξαναβρεί τον δρόμο τους.
Τα ζώα ήταν ξανά ο εαυτός τους, και η σπηλιά δεν κρατούσε πλέον καμία χαμένη μνήμη.
«Τα καταφέραμε» είπε η Λένα.
Ο Μάρκος κοίταξε τον ουρανό και χαμογέλασε.
«Ποιος θα το πίστευε; Ξεκινήσαμε ως απλά παιδιά… και τελειώσαμε ως οι φύλακες ενός μυστικού».
Ο Ορέστης έριξε μια ματιά στους φίλους του και κούνησε το κεφάλι.
«Ίσως κάποια πράγματα δεν πρέπει να ξεχνιούνται ποτέ».
Ο λύκος τους κοίταξε έναν έναν και υποκλίθηκε ελαφρά, σαν ένδειξη σεβασμού.
«Εσείς… δεν θα ξεχαστείτε».
Η Λένα ένιωσε ένα παράξενο συναίσθημα. Ήξερε ότι αυτή ήταν η τελευταία τους νύχτα ως απλοί εξερευνητές. Από εδώ και πέρα, το δάσος θα τους ανήκε.
«Αντίο, φίλε μου» ψιθύρισε στον λύκο και τον αγκάλιασε σφιχτά, πολύ σφιχτά δείχνοντας του την αγάπη. Κάποια δάκρυα έπεσαν από τα μάτια του γκρίζου λύκου. Υστερα έγνεψε αργά… και με μια σιγή, χάθηκε μέσα στα δέντρα. Η Λένα, ο Ορέστης και ο Μάρκος στάθηκαν για λίγο, ακούγοντας το τραγούδι του δάσους. Και ύστερα, γύρισαν και περπάτησαν πίσω προς το χωριό… ξέροντας πως θα κουβαλούσαν αυτό το μυστικό για πάντα.