“Πήγαινε σπίτι, σου έχω βγάλει ρούχα στη ντουλάπα μας. Θα τα φορέσεις μέσα από τη φόρμα σου και θα πας στη μάνα μου να τη βοηθήσεις να φτιάξει πίτες για να φάμε το απόγευμα που θα έρθει και η αδερφή μου. Ότι σου πει θα κάνεις, δε θα φέρεις αντίρρηση. Της έχω μιλήσει πως θα πας. Με κατάλαβες;…”
έγραφε στο μήνυμα της και δε σας κρύβω πως καύλωσα στην ιδέα του τι με περίμενε. Η μάνα της ήταν σκύλα κι αυτή σαν τη γυναίκα μου. Φωνάζει αν δεν της κάνεις ότι θέλει. Φεύγω λοιπόν, πάω σπίτι να αλλάξω όπως μου είχε πει για να πάω στο δίπλα χωριό που με περίμενε η πεθερά. Ανοίγω τη ντουλάπα! Ένα κατακόκκινο μεταξωτό κορμάκι, μικρά μαξιλαράκια για το στήθος, ένα μαύρο στρινγκάκι και ένα χαρτί που έγραφε “θέλω να είσαι γυναίκα κανονική από μέσα. Έχω δώσει ανάλογες οδηγίες κατάλαβες πουτανάκι μου;”.
Σκεπτόμενος τι με περιμένει η πουτσα μου πήγαινε να σπάσει. Ντύνομαι και φεύγω. Μετά από δέκα λεπτά φτάνω, χτυπάω το κουδούνι και μου ανοίγει η πεθερά. Φορούσε ένα φόρεμα κολλητό και μια ποδιά άσπρη.
– Καλώς τον, άργησες και με έχει πιάσει η μέση. Έλα γρήγορα να βοηθήσεις να τελειώνουμε.
– Τι να κάνω;… της λέω.
Ανοίγει ένα συρτάρι, μου φοράει μια ροζ ποδιά που της είχε κάνει δώρο η γυναίκα μου και μου λέει:
– Για εσένα την έχω. Μου είπε η γυναίκα σου πως είσαι πρώτη νοικοκυρά.
Μου τη σφίγγει δυνατά, με κολλάει στο νεροχύτη και μου λέει “θα κάνεις ότι πω εγώ, με κατάλαβες;” και με πιάνει από το αυτί και με σέρνει στο δωμάτιο της, όπου πιάνει μια παντόφλα και μου ρίχνει στον κωλο δυνατές.
– Θα καθαρίσεις όλο το σπίτι γιατί αλλιώς αν δεν προλάβεις θα σε γαμήσουμε παλιό βρώμα.
Πρώτη φορά μου μιλούσε έτσι η πεθερά, είχα πάθει. Μου πιάνει την πουτσα λέγοντας…
– Για να δω; Έχει δίκιο η γυναίκα σου, άχρηστη είναι, ψόφια.
Κοκκινίζω και ξεκινώ για καθάρισμα στα τέσσερα όλο το σπίτι. Με έβαλε μέχρι τα βρακιά της να της πλύνω και να τα απλώσω έξω να με δουν στην γειτονιά μέχρι που ήρθε η γυναίκα μου με την αδερφή της και δεν είχα τελειώσει ακόμα.
– Μα καλά τι κάνεις τόσες ώρες; Άχρηστος είσαι τελείως…
μου λένε και οι δυο και πάνε στη μάνα τους. Κάτι λένε στο μεταξύ του και βάζουν τα γέλια.
Βγάζει φαγητό η πεθερά να φάμε όλοι μαζί. Εμένα με παίρνει η γυναίκα μου στο δωμάτιο της μάνα της και μου λέει…
– Βγάλε τη φόρμα.
– Μα… της λέω, από μέσα…
– Σου έχω φέρει άλλο εγώ μη φοβάσαι. Βγάζει από την τσάντα της ένα φόρεμα κοντό, μου φοράει και την ποδιά και μου λέει έτσι θα φας, έτσι θα πλύνεις τα πιάτα και μετά να δεις ποσό γυναικούλα θα γίνεις.
– Μάλιστα αφέντρα μου…
της λέω αφού δεν είχα άλλη επιλογή.