Νουβέλα: “Το Κορίτσι και ο Μικρός Δράκος”

0

Γράφει η Νίκη Καββαθά

Κεφάλαιο 1
Το Κρυφό Μονοπάτι

Η Λία περπατούσε αργά στο πίσω μέρος της αυλής του σχολείου, με τα χέρια στις τσέπες του μπουφάν της και τα μάτια καρφωμένα στο έδαφος. Κάθε μέρα, μετά το τελευταίο κουδούνι, αναζητούσε ένα σημείο μόνο για εκείνη, όπου θα μπορούσε να ακούσει τη φωνή της φαντασίας της να ψιθυρίζει αμέριμνα. Εκείνη την ημέρα, όμως, κάτι διαφορετικό τράβηξε την προσοχή της: ένα αστραφτερό φως που αναπηδούσε ανάμεσα στους θάμνους, σαν μικρά διαμάντια να είχαν πέσει από τον ουρανό και να φωτίζουν το μονοπάτι της. Η Λία πλησίασε προσεκτικά και ανακάλυψε ένα στενό, κρυμμένο μονοπάτι, που άρχιζε ανάμεσα σε δύο παλιά δέντρα με γκριζωπή φλούδα. Τα φύλλα, σαν μικρές χρυσές κουβέρτες, καλύπτουν το χώμα και τις ρίζες που έμοιαζαν να ξεπροβάλλουν μόνο για να την προκαλέσουν να τα πατήσει. Η καρδιά της χτυπούσε γρήγορα, ένα μίγμα φόβου και απέραντης περιέργειας την έκανε να νιώθει ζωντανή, σαν να είχε ανοίξει μια πόρτα σε έναν κόσμο που κανείς άλλος δεν γνώριζε.
Καθώς προχωρούσε, η ατμόσφαιρα γύρω της άλλαζε. Ο ήλιος που έπεφτε ανάμεσα στα κλαδιά δημιουργούσε φωτεινές λωρίδες πάνω στο μονοπάτι, ενώ τα πουλιά κελαηδούσαν με τραγούδια παράξενα, σχεδόν μαγικά, σαν να της μιλούσαν με μυστικούς κώδικες. Ο άνεμος έπαιζε στα μαλλιά της και σφύριζε μέσα από τα φύλλα, ένα ήρεμο, μαγικό καλωσόρισμα.
Ξαφνικά, ένα μικρό γρύλισμα ακούστηκε από πίσω της. Η Λία γύρισε αργά, και τότε το είδε: ένα πλάσμα που δεν είχε ξαναδεί ποτέ. Μικρός, με δέρμα πράσινο που γυάλιζε στο φως, χρυσές ανταύγειες στα φτερά του και μάτια που έλαμπαν από περιέργεια και ντροπή, σαν να είχε ανακαλύψει κι αυτό τη Λία για πρώτη φορά.
«Ε… εε… γεια σου!» ψιθύρισε η Λία, προσπαθώντας να κρατήσει τη φωνή της σταθερή. «Δεν ήθελα να σε τρομάξω…»
«Γ… γεια!» απάντησε με μια μικρή φωνή που τρεμόπαιζε. «Δεν… δεν ξέρω πώς να πετάξω…»
Η Λία γονάτισε για να τον πλησιάσει, παρατηρώντας προσεκτικά τα μικρά, τρεμάμενα φτερά του. Ένα χαμόγελο σχηματίστηκε στα χείλη της. «Μην ανησυχείς», είπε ήρεμα. «Μάλλον χρειάζεσαι λίγη εξάσκηση… και ίσως λίγη μαγεία!»
Ο μικρός δράκος την κοίταξε με μάτια που φώτιζαν από ελπίδα, και για πρώτη φορά έμοιαζε να πιστεύει ότι η Λία θα μπορούσε να τον βοηθήσει. Και έτσι ξεκίνησε η πιο απίθανη φιλία της Λίας, μια φιλία που θα την οδηγούσε σε μονοπάτια γεμάτα μυστικά, γρίφους και μαγικά πλάσματα, και που θα δοκίμαζε την καρδιά και το θάρρος της περισσότερο απ’ ό,τι είχε φανταστεί ποτέ.

Κεφάλαιο 2
Ο Τζίμι και τα Μαγικά Φτερά της Θάρρους

Η Λία και ο μικρός δράκος Τζίμι κάθισαν σε ένα χαλί από φύλλα κάτω από ένα τεράστιο δέντρο, του οποίου τα κλαδιά απλώνονταν σαν χέρια που ήθελαν να αγκαλιάσουν όλο το δάσος. Ο ήλιος έστρωνε χρυσά μονοπάτια στο χώμα, και το δάσος φαινόταν να τους παρακολουθεί με ζωντανή περιέργεια.
«Λοιπόν», είπε η Λία, «μου είπες ότι θέλεις να πετάξεις… Αλλά πώς;»
Ο Τζίμι τέντωσε τα μικρά φτερά του, που τρεμόπαιζαν σαν να μην είχαν δική τους δύναμη. «Δεν ξέρω… Κάθε φορά που προσπαθώ, πέφτω. Και… φοβάμαι να δοκιμάσω ξανά», ψιθύρισε.
Η Λία σκέφτηκε για μια στιγμή. Έπειτα, χαμογέλασε πλατιά. «Θα σε βοηθήσω. Αλλά πρώτα, πρέπει να βρούμε τα Μαγικά Φτερά της Θάρρους. Λένε ότι όποιος τα βρει και περάσει τις δοκιμασίες του δάσους, θα μπορεί να πετάξει ό,τι όνειρο κι αν έχει στην καρδιά του».
Ο Τζίμι άνοιξε τα μάτια του διάπλατα. «Μ… μα… πραγματικά;»
«Ναι!» απάντησε η Λία με αποφασιστικότητα. «Αλλά δεν είναι εύκολο. Το δάσος φυλάει τα μυστικά του καλά. Θα χρειαστεί θάρρος, υπομονή και… μια καλή δόση φαντασίας».
Κάθε βήμα τους στο μονοπάτι φαινόταν να ζωντανεύει το δάσος γύρω τους. Μικρές νεράιδες πετούσαν ανάμεσα στους θάμνους, αφήνοντας πίσω τους χρυσές σπινθήρες, και ξωτικά κρυμμένα παρατηρούσαν με μάτια γεμάτα περιέργεια. Η Λία ένιωσε ένα ρίγος ενθουσιασμού και φόβου ταυτόχρονα.
«Πρώτη δοκιμασία», είπε μια φωνή που έμοιαζε να βγαίνει από το ίδιο το δέντρο. «Να βρείτε τον δρόμο μέσα από τη Σκοτεινή Σπηλιά και να βγάλετε το φως σας στην επιφάνεια. Μόνο όποιος δεν φοβάται τη σκιά, θα βρει το πρώτο φτερό».
Ο Τζίμι κοίταξε τη Λία με μια αίσθηση ανησυχίας, αλλά και εμπιστοσύνης. «Ε… Εσύ θα είσαι μαζί μου;»
Η Λία γονάτισε δίπλα του και του χάιδεψε το κεφάλι. «Φυσικά. Μαζί μπορούμε να περάσουμε ό,τι κι αν μας περιμένει».
Κι έτσι, χέρι-χέρι με τον μικρό δράκο, η Λία προχώρησε προς τη Σκοτεινή Σπηλιά, όπου οι σκιές χόρευαν σαν ζωντανά πλάσματα και οι μυστικοί ήχοι του δάσους τους καλούσαν να δείξουν θάρρος, φαντασία και καρδιά. Κάθε βήμα τους ήταν ένα μικρό βήμα προς την περιπέτεια, ένα βήμα προς την εμπιστοσύνη στον εαυτό τους, και ένα βήμα προς τα πρώτα φτερά που θα τους μάθαιναν ότι τα όνειρα δεν έχουν όρια… αν τολμάς να τα κυνηγήσεις.

Κεφάλαιο 3
Η Σκοτεινή Σπηλιά

Η είσοδος της Σπηλιάς φάνταζε σαν το στόμα ενός γιγάντιου ζώου που κοιμόταν αιώνες. Σκοτεινή, απόκοσμη, και μυστηριώδης, η σπηλιά μονοπωλούσε την προσοχή της Λίας. Τα μάτια του Τζίμι άστραφταν από φόβο και περιέργεια. Το μικρό δράκο σφίγγοντας τα φτερά του, έκανε ένα βήμα μπροστά.
«Είσαι έτοιμη;» ρώτησε ο Τζίμι, η φωνή του να τρέμει ελαφρά.
Η Λία κοίταξε βαθιά μέσα στο σκοτάδι. Μια ανατριχιαστική ησυχία επικρατούσε, μόνο ο ήχος της καρδιάς τους αντηχούσε στον αέρα. «Ναι», είπε με αποφασιστικότητα. «Μαζί θα τα καταφέρουμε».
Μπήκαν προσεκτικά μέσα, και κάθε βήμα τους ξυπνούσε τα μυστικά της σπηλιάς. Το σκοτάδι δεν ήταν απλώς σκοτάδι· ήταν σαν να ζωντάνευε, να μεταμορφώνεται σε μορφές που χόρευαν στα τοιχώματα, σε σκιές που ψιθύριζαν μικρές δοκιμασίες για την καρδιά και το μυαλό τους.
«Πρέπει να λύσουμε τον πρώτο γρίφο», είπε μια φωνή που φάνταζε να βγαίνει από τους τοίχους. «Τι είναι εκείνο που όλοι το έχουν, αλλά κανείς δεν μπορεί να το κρατήσει για πάντα;»
Ο Τζίμι σκέφτηκε, τα φτερά του τρεμόπαιζαν από νευρικότητα. «Δεν ξέρω…» είπε τελικά, κοιτάζοντας τη Λία. Η Λία γέλασε απαλά, σαν να είχε ήδη τη λύση μέσα της. «Η στιγμή», είπε, και η φωνή της αντήχησε στη σπηλιά σαν φως που διαπερνά το σκοτάδι. Οι σκιές υποχώρησαν, αφήνοντας να φανεί ένα μικρό, χρυσό φτερό που κρέμονταν από το ταβάνι της σπηλιάς, λάμποντας σαν να κρατούσε όλη την ηρεμία και τη μαγεία του κόσμου.
«Το πρώτο φτερό!» φώναξε ο Τζίμι, τα μάτια του να λάμπουν από ενθουσιασμό. Προσπάθησε να πετάξει, αλλά έπεσε απαλά στο χώμα. Η Λία χαμογέλασε και του είπε: «Δεν πειράζει. Κάθε αρχή είναι δύσκολη. Θα μάθουμε μαζί».
Και καθώς το φως του φτερού άγγιξε το πρόσωπό τους, ένιωσαν ότι η Σπηλιά δεν ήταν πια τόσο τρομακτική. Ήταν ένας τόπος που τους καλούσε να τολμήσουν, να ονειρευτούν και να πιστέψουν στη δύναμή τους. Κάθε βήμα, κάθε γρίφος και κάθε δοκιμασία θα τους πλησίαζε όλο και περισσότερο στα μαγικά φτερά της θάρρους. Η περιπέτεια μόλις είχε αρχίσει, και η καρδιά τους χτυπούσε ρυθμικά με τη μαγεία του δάσους, έτοιμη να αποκαλύψει τα μυστικά της στα παιδιά που τολμούσαν να ονειρεύονται.

Κεφάλαιο 4
Οι Νεράιδες και οι Γρίφοι

Καθώς η Λία και ο Τζίμι βγήκαν από τη σκοτεινή σπηλιά, βρέθηκαν σε ένα λιβάδι που έλαμπε υπό το φως του απογευματινού ήλιου. Τα χορτάρια ήταν ψηλά και γεμάτα σταγόνες δροσιάς που αστράφτανε σαν μικρά αστέρια πάνω στο πράσινο χαλί της γης. Μια απαλή μελωδία, σαν ψίθυρος ανέμου, γέμιζε τον αέρα, και ξαφνικά εμφανίστηκαν οι πρώτες νεράιδες. Ήταν μικρές, με φτερά σαν πεταλούδες, ντυμένες με ρούχα που θύμιζαν λουλούδια και φύλλα, και τα μάτια τους έλαμπαν με μια ζωντανή σοφία και παιχνιδιάρικη περιέργεια.
«Καλώς ήρθατε, Λία και Τζίμι», είπε μια νεράιδα με φωνή που τραγουδούσε σχεδόν, σαν να ήταν μέρος της ίδιας της μελωδίας του λιβαδιού. «Στο Λιβάδι των Γρίφων, κάθε βήμα και κάθε λέξη σας θα δοκιμάσει το μυαλό και την καρδιά σας».
Ο Τζίμι κοίταξε τη Λία με μάτια γεμάτα ανησυχία. «Λ… λες να είναι δύσκολα;» ψιθύρισε.
Η Λία γέλασε απαλά και τον έπιασε από τα φτερά του. «Όχι, μικρέ μου φίλε. Μαζί μπορούμε να λύσουμε ό,τι κι αν μας βάλουν μπροστά μας».
Μία από τις νεράιδες πέταξε μπροστά τους και είπε: «Ο πρώτος γρίφος είναι αυτός: ‘Τι μπορεί να γεμίσει μια καρδιά χωρίς να την αγγίξει, να φωτίσει ένα σκοτάδι χωρίς να το δει;’»
Ο Τζίμι σκέφτηκε σιωπηλά, τα μικρά του φτερά τρεμόπαιζαν από ένταση. Η Λία χαμογέλασε απαλά και είπε: «Η αγάπη… η φιλία… το θάρρος! Κάτι που φωτίζει τη ζωή μας, αλλά δεν μπορούμε να το κρατήσουμε με τα χέρια».
Οι νεράιδες χαμογέλασαν, και το λιβάδι άστραψε με μια μαγική λάμψη. Μικρά φτερά χρυσού φωτός πέταξαν γύρω τους, και ένα δεύτερο φτερό εμφανίστηκε, πιο λαμπερό από το προηγούμενο.
«Μπράβο», είπε η νεράιδα. «Η καρδιά σας είναι καθαρή, και η σκέψη σας φωτεινή. Αλλά οι γρίφοι του δάσους δεν τελειώνουν εδώ. Πρέπει να συνεχίσετε με θάρρος και εμπιστοσύνη στον εαυτό σας».
Ο Τζίμι άνοιξε τα φτερά του, κάνοντας ένα μικρό άλμα στον αέρα, και αυτή τη φορά δεν έπεσε αμέσως. «Νομίζω… ότι μπορώ να πετάξω λίγο», είπε με ενθουσιασμό. Η Λία χαμογέλασε πλατιά. «Βλέπεις; Κάθε βήμα που τολμάς, κάθε γρίφος που λύνετε μαζί, σας φέρνει πιο κοντά στο όνειρό σας».
Και καθώς περπατούσαν προς τα βάθη του λιβαδιού, οι νεράιδες τους ακολουθούσαν σαν μικρές λάμψεις φωτός, προετοιμάζοντάς τους για τις επόμενες δοκιμασίες που θα δοκίμαζαν την εξυπνάδα, την καρδιά και την φαντασία τους.

Κεφάλαιο 5
Η Σπηλιά της Σοφίας

Το μονοπάτι του λιβαδιού άρχισε να στενεύει και να κατηφορίζει προς μια σκοτεινή χαράδρα. Στο τέλος της, υψωνόταν η είσοδος μιας σπηλιάς που φαινόταν να αναπνέει αργά, σαν να φύλαγε μυστικά αιώνων. Η Λία ένιωσε ένα ρίγος να της διαπερνά την πλάτη. Ο Τζίμι κούρνιασε κοντά της, τρεμάμενος αλλά γεμάτος αποφασιστικότητα.
«Είμαστε έτοιμοι;» ρώτησε η Λία, παίρνοντας μια βαθιά ανάσα.
Ο μικρός δράκος άπλωσε τα φτερά του, δοκιμάζοντας να κρατήσει την ισορροπία του στον αέρα. «Ναι… ας το κάνουμε μαζί», είπε με σιγουριά που μόλις είχε ανακαλύψει μέσα του.
Μόλις μπήκαν στη σπηλιά, η θερμοκρασία έπεσε, και η σκιά των σταλακτιτών έπεφτε σε περίεργα σχέδια πάνω στους τοίχους. Ήταν σαν η ίδια η σπηλιά να ζωντάνευε, να ψιθύριζε μυστικά και γρίφους στα αυτιά τους.
«Η πρώτη δοκιμασία», ακούστηκε μια φωνή που φάνταζε να βγαίνει από τα βάθη της σπηλιάς, «δεν είναι για τους αδύναμους. Πρέπει να βρείτε τη Λάμψη της Σοφίας, κρυμμένη εκεί που οι σκιές συναντούν το φως. Χωρίς θάρρος και καθαρή καρδιά, θα χαθείτε για πάντα στις σκιές».
Ο Τζίμι κοίταξε γύρω του, τα μάτια του να γεμίζουν τρόμο. «Σ… σκοτεινιάζει…»
Η Λία τον έπιασε από το χέρι και χαμογέλασε με ηρεμία. «Μη φοβάσαι. Μαζί θα τα καταφέρουμε. Θυμήσου τι μάθαμε με τις νεράιδες: η φιλία και η πίστη στον εαυτό είναι η πιο δυνατή μαγεία».
Καθώς προχωρούσαν, συνάντησαν ένα γρίφο χαραγμένο σε έναν σταλακτίτη:
“Τι είναι εκείνο που βλέπεις με τα μάτια σου, αλλά νιώθεις με την καρδιά σου; Μόνο όποιος απαντήσει σωστά θα δει το μονοπάτι προς τη Λάμψη”.
Ο Τζίμι σήκωσε τα φτερά του σε αμηχανία, ενώ η Λία έκλεισε τα μάτια και σκέφτηκε όσα είχαν περάσει μέχρι τώρα. «Η αγάπη», ψιθύρισε. «Η αγάπη και η πίστη… η φιλία».
Μια λάμψη φωτός γέμισε τη σπηλιά, και από το σκοτάδι εμφανίστηκε ένα μικρό χρυσό φτερό, λαμπερό σαν το πρώτο φως της ημέρας. Ο Τζίμι πέταξε για πρώτη φορά πραγματικά, αιωρούμενος με περηφάνια πάνω από το κεφάλι της Λίας.
«Το καταφέραμε!» φώναξε ενθουσιασμένος. Η Λία χαμογέλασε, νιώθοντας ότι κάθε δοκιμασία, κάθε γρίφος και κάθε βήμα τους έφερνε πιο κοντά στην επίτευξη του ονείρου τους. Και καθώς προχωρούσαν πιο βαθιά στη σπηλιά, ένιωσαν πως η περιπέτεια μόλις είχε αρχίσει, και ότι το δάσος, με όλα τα μυστικά και τις μαγικές του δοκιμασίες, είχε ακόμη πολλά να τους διδάξει για θάρρος, φιλία και πίστη στον εαυτό.

Κεφάλαιο 6
Το Παιχνιδιάρικο Τέρας

Καθώς η Λία και ο Τζίμι βγήκαν από τη Σπηλιά της Σοφίας, μπροστά τους εμφανίστηκε μια νέα πρόκληση: ένα πλάσμα που χόρευε ανάμεσα στις σκιές και τα δέντρα, σαν να έβγαινε από παραμύθι που είχε ζωντανέψει. Το παιχνίδι της σκιάς και του φωτός έκανε τα μάτια του Τζίμι να γυαλίζουν από δέος.
«Τι… τι είναι αυτό;» ψιθύρισε, τεντώνοντας τα φτερά του.
Η Λία παρατήρησε το πλάσμα με προσοχή. Ήταν μικρότερο από έναν άνθρωπο, αλλά τα μάτια του έλαμπαν σαν δύο μικρές φωτιές, και η ουρά του γύριζε σαν να είχε δική της ζωή. «Φαίνεται… παιχνιδιάρικο», είπε η Λία, «αλλά πρέπει να προσέχουμε. Κάθε τέρας εδώ έχει τη δική του δοκιμασία».
Το παιχνίδι του τέρατος ήταν ξεκάθαρο: προσπαθούσε να τους μπερδέψει με ψευδείς μονοπάτια, να τους οδηγήσει σε αδιέξοδα και να τους δοκιμάσει με γρίφους που αλλάζουν διαρκώς. Η Λία και ο Τζίμι έπρεπε να εμπιστευτούν τη διαίσθηση τους, να συνεργαστούν και να μην αφήσουν το φόβο να τους καταβάλλει.
«Έλα, Τζίμι», είπε η Λία, πιάνοντας τον μικρό δράκο από το χέρι. «Πρέπει να θυμηθούμε τι μάθαμε: κάθε γρίφος κρύβει λύση, αρκεί να βλέπεις με καθαρή καρδιά».
Το τέρας άρχισε να χορεύει γρήγορα, δημιουργώντας σκιές που φαινόταν να κινούνται γύρω τους. «Ποιο είναι το μεγαλύτερο θάρρος;» ακούστηκε μια φωνή μέσα από τη δίνη των σκιών. «Να πολεμάς ή να πιστεύεις;»
Η Λία κοίταξε τον Τζίμι και είπε: «Νομίζω… ότι το μεγαλύτερο θάρρος είναι να πιστεύεις στον εαυτό σου και στους φίλους σου, ακόμα κι όταν όλα γύρω φαίνονται τρομακτικά».
Η στιγμή αυτή ήταν κρίσιμη. Οι σκιές άρχισαν να υποχωρούν, το τέρας σταμάτησε το χορό του και άνοιξε μια μικρή πόρτα μέσα σε έναν κορμό δέντρου. Εκεί, λαμπερό και μαγικό, εμφανίστηκε το τρίτο φτερό – πιο φωτεινό και μεγαλύτερο από τα προηγούμενα, σαν να περίμενε ακριβώς αυτούς για να ολοκληρωθεί η δοκιμασία. Ο Τζίμι άνοιξε τα φτερά του και πέταξε ψηλά, πετώντας αυτή τη φορά με αυτοπεποίθηση και χαρά, καθώς το φως των φτερών του ακολουθούσε κάθε του κίνηση. Η Λία τον παρακολουθούσε, νιώθοντας περήφανη, καθώς η πίστη και η συνεργασία τους είχαν νικήσει ακόμη μια πρόκληση. Και καθώς προχωρούσαν πια με τα τρία μαγικά φτερά, η Λία συνειδητοποίησε ότι κάθε δοκιμασία του δάσους δεν ήταν μόνο για να πετύχουν κάτι εξωτερικά, αλλά για να μάθουν να εμπιστεύονται τον εαυτό τους, ο ένας τον άλλον και τη δύναμη της φιλίας τους. Το ταξίδι τους συνεχιζόταν, αλλά κάθε βήμα τώρα ήταν γεμάτο θάρρος, αυτοπεποίθηση και μαγεία – και οι πιο δύσκολες περιπέτειες τους περίμεναν ακόμα πιο μπροστά.

Κεφάλαιο 7
Η Τελική Δοκιμασία

Το μονοπάτι που οδηγούσε στην καρδιά του δάσους ήταν πλέον σκιερό και γεμάτο μυστήριο. Τα δέντρα γύρω τους είχαν γέρικες φλούδες, τα κλαδιά τους σαν χέρια που απλώνονταν προς τον ουρανό, και το φως του ήλιου έπεφτε με δυσκολία ανάμεσα στα φύλλα. Η Λία κρατούσε σφιχτά το χέρι του Τζίμι, και τα τρία μαγικά φτερά τους τρεμόπαιζαν απαλά στον αέρα, σαν να ζωντάνευαν με κάθε βήμα τους.
«Είσαι έτοιμος;» ψιθύρισε η Λία, κοιτάζοντας τον μικρό δράκο στα μάτια.
Ο Τζίμι πήρε μια βαθιά ανάσα και άνοιξε τα φτερά του όσο πιο πολύ μπορούσε. «Ναι… μαζί μπορούμε», είπε με τόλμη που πριν λίγες μέρες θα φαινόταν αδύνατη. Καθώς προχωρούσαν, μια φωτεινή πηγή άρχισε να αναδύεται μπροστά τους – μια λίμνη από καθαρό, λαμπερό φως που κυλούσε σαν υγρός ήλιος πάνω στο έδαφος. Στο κέντρο της λίμνης εμφανίστηκε μια μορφή: η Σοφία του Δάσους, μια φιγούρα με μάτια που έλαμπαν σαν αστέρια και φτερά που αντανακλούσαν όλα τα χρώματα του ουράνιου τόξου.
«Καλώς ήρθατε, Λία και Τζίμι», είπε η Σοφία με φωνή που γέμιζε την καρδιά τους με θάρρος και γαλήνη. «Έχετε φτάσει στην Τελική Δοκιμασία. Για να ολοκληρώσετε το ταξίδι σας και να πετάξετε ελεύθερα, πρέπει να περάσετε από τον Καθρέφτη της Αλήθειας».
Ο Τζίμι κοίταξε το καθρέφτη και είδε τη σκιά του, μικρή και αδύναμη. Η Λία παρατήρησε τα δικά της μάτια να κοιτάζουν πίσω από το γυαλί, γεμάτα φόβο και αμφιβολία.
«Ο καθρέφτης δείχνει όχι τι είστε, αλλά τι πιστεύετε ότι δεν μπορείτε να γίνετε», εξήγησε η Σοφία. «Μόνο αν πιστέψετε στον εαυτό σας και στη δύναμη της καρδιάς σας, θα φτάσετε στην κορυφή».
Η Λία πήρε μια βαθιά ανάσα και κοίταξε τον Τζίμι. «Δεν είμαστε μόνοι. Μαζί, μπορούμε τα πάντα».
Ο Τζίμι άνοιξε τα φτερά του με όλη του τη δύναμη και, νιώθοντας τη δύναμη της φιλίας τους, άρχισε να πετάει ψηλά πάνω από τη λίμνη. Η Λία τον ακολούθησε με τη φαντασία της, κλείνοντας τα μάτια και αφήνοντας τη μαγεία του δάσους να γεμίσει την καρδιά της. Ξαφνικά, τα τρία μαγικά φτερά ενώθηκαν, δημιουργώντας ένα φως τόσο λαμπρό που η λίμνη φάνηκε να διαλύεται σε χίλια κομμάτια χρυσού. Ο Τζίμι πετούσε ψηλά, η Λία ένιωθε την καρδιά της να γεμίζει χαρά και δύναμη. Ο καθρέφτης αντανακλούσε πια όχι φόβο, αλλά θάρρος, πίστη και ελπίδα.
«Το έχετε καταφέρει», είπε η Σοφία με ένα χαμόγελο που φώτιζε όλο το δάσος. «Τα φτερά σας είναι τώρα πλήρως μαγικά. Μπορείτε να πετάξετε ό,τι όνειρο έχετε στην καρδιά σας».
Και έτσι, ο Τζίμι σήκωσε τα φτερά του στον ουρανό, πετώντας ψηλά σαν αστραπή, ενώ η Λία τον παρακολουθούσε, γεμάτη υπερηφάνεια και χαρά. Για πρώτη φορά, και οι δύο ένιωσαν ότι τα όνειρά τους δεν είχαν όρια – και ότι η πραγματική μαγεία ήταν η πίστη στον εαυτό, η φιλία και το θάρρος να τολμάς. Το ταξίδι τους στο μαγικό δάσος είχε φτάσει στην κορύφωσή του, αλλά η περιπέτεια της ζωής, γεμάτη όνειρα και θαύματα, μόλις είχε ξεκινήσει.

Κεφάλαιο 8
Η Επιστροφή

Η Λία και ο Τζίμι επέστρεψαν αργά στο λιβάδι από όπου είχαν ξεκινήσει, και η ατμόσφαιρα φαινόταν διαφορετική – πιο ήρεμη, πιο φωτεινή, σαν το δάσος να τους καλωσόριζε με περηφάνια. Οι σκιές των δέντρων έπεφταν πιο απαλά, και ο ήλιος που χαμήλωνε στο τέλος της ημέρας χρυσίζε το έδαφος με ζεστές ανταύγειες. Η Λία κοίταξε τον μικρό δράκο που πετούσε πάνω από τα τρία μαγικά φτερά τους, και ένα κύμα συγκίνησης πλημμύρισε την καρδιά της. Όλα όσα είχαν περάσει – οι γρίφοι, οι δοκιμασίες, το παιχνίδι με το Παιχνιδιάρικο Τέρας – δεν ήταν απλώς περιπέτειες, αλλά μαθήματα ζωής. Μαθαίνοντας να πιστεύουν στον εαυτό τους, να συνεργάζονται και να μην φοβούνται τις σκιές, είχαν ανακαλύψει τη δύναμη που υπήρχε μέσα τους.
«Τζίμι», ψιθύρισε η Λία, «ξέρεις τι σημαίνει αυτό;»
Ο μικρός δράκος γύρισε τα μεγάλα μάτια του προς αυτήν. «Νομίζω… ότι μπορούμε να πετάξουμε ό,τι όνειρο έχουμε στην καρδιά μας», είπε, με μια φωνή γεμάτη ενθουσιασμό και υπερηφάνεια.
Η Λία χαμογέλασε. «Ακριβώς. Αλλά δεν είναι μόνο η πτήση που μας έκανε μαγικούς. Είναι όλα όσα μάθαμε στη διαδρομή – το θάρρος, η εμπιστοσύνη, η φιλία… Και το πιο σημαντικό: η πίστη στον εαυτό μας».
Καθώς περπατούσαν πίσω στο μονοπάτι που οδηγούσε στο σχολείο, η Λία ένιωσε ότι η περιπέτεια είχε αφήσει ένα ανεξίτηλο σημάδι στην ψυχή της. Κάθε ήχος, κάθε φως, κάθε ψίθυρος του δάσους είχε γίνει μέρος της, και ήξερε ότι η μαγεία δεν ήταν πια μόνο εκεί έξω στο δάσος – ζούσε μέσα της, παντού και πάντα. Όταν έφτασαν στην αυλή του σχολείου, όλα φαινόταν ίδια, αλλά η Λία ήξερε ότι η ίδια είχε αλλάξει για πάντα. Τα μάτια της έλαμπαν με τη φωτεινή βεβαιότητα ότι τα όνειρα μπορούν να πραγματοποιηθούν, αρκεί να τα κυνηγάς με πίστη, θάρρος και καρδιά. Ο Τζίμι κάθισε κοντά της, τα φτερά του τρεμόπαιζαν απαλά στον αέρα, και μαζί κοιτάξανε τον ουρανό που βάφονταν με τα χρώματα του δειλινού. «Θέλεις να πετάξουμε ξανά αύριο;» ρώτησε ο μικρός δράκος. Η Λία γέλασε, νιώθοντας την καρδιά της γεμάτη χαρά. «Φυσικά», είπε, και ήξερε πως ό,τι κι αν συνέβαινε από δω και πέρα, είχε μάθει το πιο σημαντικό μάθημα: η πραγματική μαγεία είναι η δύναμη να πιστεύεις στον εαυτό σου και στα όνειρά σου, και να μην τα εγκαταλείπεις ποτέ. Και καθώς ο ήλιος έδυε αργά, η Λία και ο Τζίμι στάθηκαν εκεί, σιωπηλοί, αλλά γεμάτοι ελπίδα. Η περιπέτεια τους είχε τελειώσει… και ταυτόχρονα μόλις είχε αρχίσει.

Οπισθόφυλλο

Η Λία δεν ήξερε ότι μια απλή βόλτα στο δάσος θα την οδηγούσε σε μια περιπέτεια που θα άλλαζε για πάντα τη ζωή της. Μαζί με τον μικρό δράκο Τζίμι, θα βρεθεί σε ένα μαγικό δάσος γεμάτο γρίφους, νεράιδες και πλάσματα που δοκιμάζουν την καρδιά και τη φαντασία.
Κάθε βήμα είναι μια νέα πρόκληση, κάθε γρίφος μια δοκιμασία θάρρους, και κάθε πτήση μια ευκαιρία να πιστέψει στον εαυτό της. Από τις σκιές της Σπηλιάς της Σοφίας μέχρι τα μαγικά φτερά που αιωρούνται στο φως, η Λία και ο Τζίμι θα μάθουν ότι η πραγματική μαγεία δεν βρίσκεται μόνο στα μάγια του δάσους, αλλά μέσα στην καρδιά και τη φιλία τους.
Μια συγκινητική ιστορία για όνειρα που δεν σταματούν, για το θάρρος να τολμάς, και για τη δύναμη της φαντασίας. Ένα βιβλίο που θα εμπνεύσει κάθε παιδί να πιστέψει ότι ακόμη και τα πιο μεγάλα όνειρα μπορούν να πραγματοποιηθούν.

Share.

Comments are closed.