Νουβέλα: “Κωδικός: Εκδίκηση”

0

ΚΕΦΑΛΑΙΟ 1

Ένας καλός παίκτης ξέρει να κρύβει τα χαρτιά του. Ένας αληθινός μαέστρος ξέρει να τα αφήνει στο τραπέζι, κάνοντας τον αντίπαλο να πιστέψει πως κερδίζει.

Όλα ήταν προμελετημένα. Όλα εκτός από το ρίγος που διαπέρασε τη ραχοκοκαλιά της τη στιγμή που το κλειδί άλλαξε χέρια.  Η νύχτα είναι γεμάτη ψιθύρους, ψεύτικα χαμόγελα και βλέμματα γεμάτα νόημα. Στον κόσμο της υψηλής κοινωνίας, τα μυστικά κρύβονται πίσω από σαμπανιζέ ποτήρια, ακριβά κοστούμια και σπάνια ουίσκι. Η Άννα Δεληγιάννη, σύζυγος του πανίσχυρου Υπουργού Οικονομικών, ξέρει καλά αυτό το παιχνίδι. Για χρόνια ήταν η τέλεια σύζυγος, η γυναίκα που στεκόταν διακριτικά στο πλευρό του άνδρα της. Όμως, απόψε είναι διαφορετική. Απόψε, είναι η γυναίκα που θα πάρει εκδίκηση.

Ο άγνωστος άνδρας, εμφανίσιμος, γοητευτικός, αλλά με μια σκιά στα μάτια του, δεν είναι τυχαίος. Η εμφάνιση του επίσης δεν είναι καθόλου τυχαία. Και ο Ο ρόλος του έχει ήδη καθοριστεί. Όταν η Άννα του δίνει το μικρό ασημένιο κλειδί, του παραδίδει κάτι πολύ περισσότερο από ένα αντικείμενο. Του δίνει πρόσβαση στο μυστικό που θα καταστρέψει τον υπουργό.

Το σχέδιο έχει τεθεί σε κίνηση. Σε μια πολυτελή σουίτα, μέσα σε ένα ξεχασμένο χρηματοκιβώτιο, βρίσκεται η απόδειξη της προδοσίας. Έγγραφα, λογαριασμοί, μυστικές συμφωνίες… Όλα όσα μπορούν να καταρρίψουν την αυτοκρατορία του υπουργού. Όλα όσα μπορούν να φέρουν την απόλυτη εκδίκηση.  Η Άννα χαμογελάει καθώς ο άγνωστος άνδρας απομακρύνεται. Σε λίγες ώρες, τίποτα δεν θα είναι το ίδιο. Το μόνο που απομένει τώρα είναι η πτώση.

Η ιδια γνώριζε πως η εκδίκηση δεν ήταν ποτέ μια απλή υπόθεση. Είχε προετοιμαστεί μήνες. Είχε υπομείνει χρόνια σιωπής, ψεύδους και υποκρισίας. Είχε κρυφτεί στη σκιά ενός άντρα που αναρριχήθηκε πάνω στη διαφθορά. Μα απόψε δεν ήταν πια η διακριτική σύζυγος. Απόψε ήταν η γυναίκα που θα τον γκρέμιζε. Ο άνδρας που συναντησε για κάποια δευτερόλεπτα δεν ήταν τυχαίος. Το όνομά του δεν είχε σημασία. Η ιστορία του όμως, είχε. Κάποτε είχε χάσει τα πάντα εξαιτίας του υπουργού. Ένας ακόμα άνθρωπος που έμαθε ότι η δικαιοσύνη σπάνια λειτουργεί όταν τα λεφτά αλλάζουν χέρια στα παρασκήνια. Γι’ αυτό συμφώνησε. Γι’ αυτό έπαιρνε τώρα το μικρό ασημένιο κλειδί από τα δάχτυλά της. Το κλειδί δεν άνοιγε απλώς μια πόρτα. Άνοιγε το τέλος μιας εποχής.

Στον ρετιρέ ενός ξενοδοχείου που ο υπουργός χρησιμοποιούσε ως προσωπικό του καταφύγιο, υπήρχε ένα χρηματοκιβώτιο. Μέσα του, καλά κρυμμένα, βρίσκονταν τα μυστικά του. Λογαριασμοί σε offshore, υπογραφές για παράνομες συμφωνίες, στοιχεία για συναλλαγές που δεν έπρεπε ποτέ να δουν το φως της δημοσιότητας. Όταν η Άννα έψαξε εκεί μέσα, δεν σοκαρίστηκε. Ήξερε καλά ποιον είχε παντρευτεί. Το σοκ ήρθε όταν ανακάλυψε κάτι που δεν περίμενε: Ένα φάκελο με το όνομά της. Το άνοιξε, το διάβασε και πάγωσε. Ο υπουργός ήξερε. Για μήνες, ίσως και χρόνια. Είχε στα χέρια του κάθε κίνησή της, κάθε μικρό βήμα της προς την προδοσία. Και δεν την είχε σταματήσει. Γιατί;

Η απάντηση ήρθε όταν συνειδητοποίησε το πιο τρομακτικό στοιχείο: Δεν ήταν η πρώτη φορά που κάποιος του είχε στραφεί εναντίον. Και δεν ήταν η πρώτη φορά που είχε αφήσει να συμβεί. Το ερώτημα δεν ήταν αν θα κατάφερνε να τον καταστρέψει. Το ερώτημα ήταν αν εκείνος την είχε αφήσει να πιστέψει ότι μπορούσε. Η εκδίκηση είχε ήδη ξεκινήσει. Το θέμα ήταν: Ποιος εκδικούνταν ποιον;

Ο Αλέξανδρος Δεληγιάννης, υπουργός Οικονομικών και άνθρωπος με επιρροή που ξεπερνούσε σύνορα, δεν ήταν ανόητος. Ο κόσμος πίστευε πως έφτασε εκεί που έφτασε με εξυπνάδα, στρατηγική και ένα άγγιγμα τύχης. Η αλήθεια ήταν πως έφτασε εκεί επειδή πάντα ήξερε περισσότερα απ’ όσα έπρεπε. Και κυρίως, επειδή άφηνε τους άλλους να πιστεύουν ότι είχαν το πάνω χέρι, μέχρι να τους αφανίσει.

Όταν η Άννα άρχισε να αλλάζει, το παρατήρησε αμέσως. Το βλέμμα της δεν ήταν το ίδιο. Η σιωπή της δεν ήταν η σιωπή μιας υπάκουης γυναίκας, αλλά η σιωπή κάποιου που μετράει βήματα, υπολογίζει κινήσεις. Ο Αλέξανδρος δεν βιάστηκε να την αντιμετωπίσει. Την άφησε. Ήξερε ότι κάτι θα προσπαθούσε. Το μόνο ερώτημα ήταν πόσο μακριά θα έφτανε. Δεν έβαλε κατασκόπους να την παρακολουθούν. Δεν της έκανε σκηνές. Της έδωσε χώρο. Και το αποτέλεσμα ήταν αναμενόμενο. Έναν χρόνο μετά, η Άννα νόμιζε πως είχε φτάσει στην καρδιά του μυστηρίου. Νόμιζε πως είχε στα χέρια της στοιχεία που θα τον κατέστρεφαν. Δεν ήξερε πως τα στοιχεία αυτά ήταν εκεί επειδή εκείνος ήθελε να τα βρει.

Το χρηματοκιβώτιο στο ρετιρέ του ξενοδοχείου δεν ήταν ένα απλό κρυφό μέρος. Ήταν μια παγίδα.  Όποιος έβαζε χέρι στα αρχεία του θα έβρισκε αρκετά για να πιστέψει ότι κρατούσε τη μοίρα του υπουργού στα χέρια του. Όμως, θα είχε ήδη υπογράψει την καταδίκη του. Γιατί μέσα στον φάκελο της Άννας υπήρχαν κι άλλα στοιχεία. Στοιχεία που την συνέδεαν με παράνομες συναλλαγές. Στοιχεία που την έκαναν να φαίνεται σαν η εγκέφαλος μιας απάτης που θα την έβαζε στη φυλακή για χρόνια. Ήταν ένα μήνυμα.

“Σε αφήνω να παίξεις. Αλλά να θυμάσαι ποιος κρατάει πραγματικά τα ηνία.”

Τη στιγμή που ο άγνωστος άνδρας έπιασε το κλειδί και απομακρύνθηκε, ο Αλέξανδρος έστρεψε το βλέμμα του στην Άννα. Από μακριά, την έβλεπε να χαμογελάει. Αλλά εκείνος χαμογελούσε περισσότερο. Η Άννα πίστευε πως είχε το πλεονέκτημα. Δεν ήξερε πως ο Κώδικας Εκδίκηση είχε ήδη εκτελεστεί. Δεν ήταν δικό της σχέδιο. Ήταν το δικό του. Μερικές φορές η πιο επικίνδυνη ψευδαίσθηση δεν είναι η άγνοια. Είναι η πεποίθηση ότι ξέρεις τα πάντα. Ο άγνωστος άνδρας, γνωστός σε συγκεκριμένους κύκλους ως Δημήτρης Καράς, δεν ήταν απλός πιόνι. Νόμιζε ότι ήταν ένας παίκτης στη σκακιέρα. Αλλά σ’ αυτή την παρτίδα, ο σκακιστής είχε ήδη προγραμματίσει τις κινήσεις του. Είχε μπει σ’ αυτή την ιστορία για εκδίκηση. Ο Αλέξανδρος Δεληγιάννης του είχε πάρει τα πάντα: την εταιρεία, την καριέρα, την αξιοπρέπειά του. Και τώρα, μέσω της Άννας, είχε μια ευκαιρία να τον καταστρέψει. Το κλειδί που κρατούσε στα χέρια του υποτίθεται πως θα του έδινε πρόσβαση στα πιο βρώμικα μυστικά του υπουργού. Τι θα γινόταν όμως, αν ο υπουργός είχε αφήσει αυτά τα “μυστικά” εκεί για να βρεθούν;

Ο Δημήτρης το ήξερε πως υπήρχε κίνδυνος. Ήταν έτοιμος για όλα. Ή έτσι νόμιζε. Όταν μπήκε στη σουίτα, δεν βρήκε αντίσταση. Το χρηματοκιβώτιο άνοιξε ακριβώς όπως περίμενε. Έγγραφα, λογαριασμοί, μεταφορές χρημάτων ολα ήταν εκεί. Ήταν η απόδειξη που θα έκαιγε τον Δεληγιάννη. Αλλά τότε, ανάμεσα στις σελίδες, είδε κάτι που του πάγωσε το αίμα. Ένα φωτογραφικό ντοκουμέντο. Εδειχνε τον ίδιο, σε μια παράνομη συνάντηση που είχε γίνει πριν χρόνια. Μια συμφωνία που ο ίδιος είχε κάνει για να σωθεί, χωρίς να ξέρει ότι κάποιος τον κατέγραφε. Και δίπλα στη φωτογραφία, ένας φάκελος με το όνομά του. Το ίδιο και ένας με το όνομα της Άννας. Όλοι τους είχαν παγιδευτεί.

Την ιδια ωρα σε ένα ήσυχο, πολυτελές γραφείο, ο Αλέξανδρος Δεληγιάννης άναψε το πούρο του και παρακολούθησε στην οθόνη το live feed από τη σουίτα. Ο Δημήτρης στεκόταν ακίνητος, με το έγγραφο στα χέρια. Το πρόσωπό του ήταν χλωμό. Η Άννα ακόμα δεν ήξερε. Δεν είχε ιδέα πως μόλις ο Δημήτρης έβγαινε από εκεί, ολόκληρο το σχέδιό της θα κατέρρεε. Ο άντρας που εμπιστεύτηκε, ο άνθρωπος που θα της έδινε την ελευθερία της, θα γινόταν η αλυσίδα που θα την έσερνε στο έδαφος. Το τηλέφωνο του υπουργού χτύπησε.

«Το βρήκε.»

Ο υπουργός χαμογέλασε.

«Ωραία. Τώρα, ας δούμε τι θα κάνει».

Η σκακιέρα είχε στηθεί. Οι παίκτες είχαν κάνει τις κινήσεις τους. Αλλά μόνο ένας είχε προβλέψει το τέλος της παρτίδας. Στο σκάκι, όταν ο βασιλιάς βρίσκεται σε αδιέξοδο, το παιχνίδι τελειώνει. Στη ζωή, όμως, ο πραγματικός χαμένος είναι εκείνος που δεν κατάλαβε ποτέ ότι είχε ήδη ηττηθεί. Ο Δημήτρης Καράς ένιωσε το στομάχι του να σφίγγεται καθώς κοιτούσε τη φωτογραφία. Τα έγγραφα που κρατούσε δεν ήταν απλά αποδείξεις διαφθοράς του Δεληγιάννη. Ήταν αποδείξεις εναντίον του ίδιου. Ήταν παγιδευμένος. Το ήξερε. Αυτό που δεν ήξερε ήταν αν η Άννα το ήξερε επίσης. Η πόρτα της σουίτας άνοιξε απότομα. Η Άννα μπήκε μέσα λαχανιασμένη, το βλέμμα της γεμάτο ανησυχία.

«Το βρήκες;»

Ο Δημήτρης την κοίταξε. Σιωπηλός. Το βλέμμα του δεν ήταν το ίδιο.

«Τι είναι αυτό, Άννα;» ψιθύρισε, δείχνοντάς της τη φωτογραφία.

Η γυναίκα πήρε τον φάκελο στα χέρια της και άνοιξε. Διάβασε. Το πρόσωπό της άλλαξε.

— «Όχι…» μουρμούρισε.

Τότε κατάλαβε. Ο Αλέξανδρος ήξερε τα πάντα. Ο χρόνος έμοιαζε να σταματά. Ένα παγωμένο δευτερόλεπτο σιωπής, μέσα στο οποίο τα πάντα κατέρρεαν.

«Πες μου ότι δεν είσαι μέσα σ’ αυτό.» Η φωνή του Δημήτρη ήταν ψυχρή, αλλά η οργή υπέβοσκε.

Η Άννα δεν απάντησε αμέσως. Γιατί απλά δεν είχε απάντηση.  Εκείνη τη στιγμή, το τηλέφωνο του δωματίου χτύπησε. Ο Δημήτρης και η Άννα αντάλλαξαν ένα τελευταίο βλέμμα πριν εκείνος σηκώσει το ακουστικό.

«Ναι;»

Η φωνή στην άλλη άκρη ήταν ήρεμη, ακριβής, με μια χροιά ανωτερότητας που πάγωνε το αίμα.

«Καλησπέρα, Δημήτρη. Νομίζω πως καταλάβατε τι συμβαίνει».

Ο Δημήτρης έσφιξε το ακουστικό.

— «Αλέξανδρε…»

— «Χαίρομαι που καταλαβαινόμαστε».

Η σιωπή στην άλλη άκρη ήταν εκκωφαντική.

— «Λοιπόν… τι θα κάνετε τώρα;»

Η Άννα κοίταξε τον Δημήτρη.

— «Δεν έχουμε άλλη επιλογή» ψιθύρισε.

Αλλά εκείνος την κοίταξε διαφορετικά τώρα.

«Εγώ δεν έχω άλλη επιλογή. Εσύ… τι ρόλο έπαιξες σε όλο αυτό, Άννα;»

Το παιχνίδι είχε αλλάξει. Δεν ήταν πια ένας άνδρας εναντίον ενός υπουργού. Ήταν ένας άνδρας και μια γυναίκα, ο καθένας μόνος του, σε μια παρτίδα που είχε ήδη τελειώσει πριν καν ξεκινήσει. Και ο Αλέξανδρος Δεληγιάννης; Απλώς περίμενε να κάνει την τελευταία του κίνηση.

ΚΕΦΑΛΑΙΟ 2

Μερικές ιστορίες δεν ξεκινούν με μια προδοσία. Ξεκινούν με μια υπόσχεση που δεν τηρήθηκε ποτέ.

Πολύ πριν γίνει η Άννα Δεληγιάννη, ήταν απλώς η Άννα Λυμπεροπούλου. Και πριν ο Δημήτρης Καράς γίνει ο άνδρας που είχε χάσει τα πάντα, ήταν ο μοναδικός άνθρωπος που εκείνη είχε αγαπήσει πραγματικά. Τον γνώρισε όταν ήταν ακόμα φοιτήτρια, ένα κορίτσι γεμάτο όνειρα, με βλέμμα που έλαμπε από φιλοδοξία. Εκείνος ήταν μερικά χρόνια μεγαλύτερος, ένας άντρας με γοητεία, που είχε καταλάβει νωρίς πώς παίζεται το παιχνίδι της εξουσίας. Την αγάπησε. Και εκείνη τον πίστεψε. Όμως, τα όνειρα σπάνια κρατούν για πάντα. Όταν ο Αλέξανδρος Δεληγιάννης μπήκε στη ζωή της, ο Δημήτρης ήταν ήδη στο λάθος στρατόπεδο. Δούλευε για ανθρώπους που είχαν κάνει το λάθος να σταθούν εμπόδιο στον υπουργό. Και ο Αλέξανδρος φρόντισε να εξαφανιστούν από τον χάρτη.

Η Άννα βρέθηκε ανάμεσα σε δύο κόσμους. Από τη μία, ο Δημήτρης: το παρελθόν της, ο άνδρας που της είχε υποσχεθεί μια ζωή που δεν ήρθε ποτέ. Από την άλλη, ο Αλέξανδρος: ένας άντρας που της πρόσφερε μια θέση δίπλα του οχι από αγάπη, αλλά γιατί ήξερε πως μια γυναίκα σαν εκείνη μπορούσε να γίνει το απόλυτο πλεονέκτημά του. Έπρεπε να διαλέξει. Και διάλεξε την επιβίωση.  Άφησε τον Δημήτρη πίσω της, τον παράτησε όταν εκείνος βρέθηκε στη χειρότερη στιγμή του. Και δέχτηκε να γίνει η σύζυγος του πιο επικίνδυνου άντρα στη χώρα. Χρόνια μετά, η Άννα πίστευε πως είχε πάρει τη σωστή απόφαση. Μέχρι που ανακάλυψε τι πραγματικά έκρυβε το χρηματοκιβώτιο του άντρα της. Ο Αλέξανδρος ήξερε τα πάντα. Ήξερε ότι η Άννα δεν τον αγάπησε ποτέ. Ήξερε ότι ακόμα, βαθιά μέσα της, ο Δημήτρης δεν είχε σβήσει ποτέ.  Και γι’ αυτό τους έφερε ξανά κοντά.  Δεν ήταν σύμπτωση που ο Δημήτρης βρέθηκε μπροστά της εκείνο το βράδυ της δεξίωσης. Δεν ήταν τύχη που έμαθε για τα μυστικά του υπουργού. Ήταν ένα σχέδιο. Ένα σχέδιο που δεν είχε φτιαχτεί από την Άννα αλλά για την Άννα.

Τώρα, μέσα στη σουίτα, ο Δημήτρης στεκόταν απέναντί της, βλέποντας στα μάτια της την ίδια γυναίκα που κάποτε είχε αγαπήσει.

«Ήταν όλα ψέμα, έτσι;»

«Όχι.» ψιθύρισε. «Τίποτα δεν ήταν ψέμα».

Αλλά πώς μπορούσε να την πιστέψει; Την ίδια στιγμή, ο Αλέξανδρος Δεληγιάννης καθόταν στο γραφείο του και περίμενε. Ήξερε πως η Άννα είχε κάνει την επιλογή της χρόνια πριν. Το ερώτημα ήταν: Τώρα που ήξερε την αλήθεια… θα είχε το θάρρος να την αλλάξει; Το παρελθόν είναι σαν ένα παλιό χρέος. Όσο κι αν προσπαθείς να το ξεχάσεις, πάντα έρχεται η στιγμή που κάποιος το ζητάει πίσω. Η Άννα κοίταξε τον Δημήτρη, κρατώντας στα χέρια της τον φάκελο με το όνομά της. Τόσα χρόνια πίστευε πως είχε τον έλεγχο, πως μπορούσε να παίζει το παιχνίδι του Αλέξανδρου χωρίς να καεί. Τώρα, όμως, καταλάβαινε την αλήθεια. Δεν είχε ξεγελάσει ποτέ τον υπουργό. Εκείνος ήταν που την είχε ξεγελάσει. Την είχε βάλει να πιστέψει ότι μπορούσε να τον καταστρέψει, ενώ στην πραγματικότητα ήταν εκείνη που ήταν καταδικασμένη. Ο Δημήτρης την κοιτούσε με μάτια γεμάτα προδοσία και οργή.

«Τι θα κάνεις τώρα, Άννα; Θα τρέξεις πίσω του;»

Η φωνή του έσταζε πίκρα. Ήξερε ότι εκείνη τον είχε εγκαταλείψει μια φορά. Θα το έκανε ξανά; Η Άννα ήξερε πως αυτή ήταν η στιγμή της επιλογής. Δεν μπορούσε να γυρίσει τον χρόνο πίσω. Αλλά μπορούσε να τον σταματήσει εδώ.

Στο πολυτελές γραφείο του, ο Αλέξανδρος Δεληγιάννης έπινε το ουίσκι του αργά. Δεν είχε καμία ανησυχία. Ήξερε το τέλος πριν καν ξεκινήσει η ιστορία. Η Άννα θα γυρνούσε σε αυτόν. Το ήξερε γιατί, πολύ απλά, δεν είχε άλλη επιλογή. Το χρηματοκιβώτιο δεν είχε μόνο στοιχεία για τις δικές του βρωμιές. Είχε στοιχεία που ενοχοποιούσαν την ίδια την Άννα. Στοιχεία που την έδεναν με τις μυστικές του συμφωνίες, ακόμα κι αν εκείνη δεν είχε αγγίξει τίποτα. Ήταν συνένοχη, είτε το ήθελε είτε όχι. Αν προσπαθούσε να τον ρίξει, θα έπεφτε και εκείνη μαζί του. Ο Αλέξανδρος πάντα φρόντιζε να έχει έναν τρόπο να καταστρέφει όποιον τολμούσε να τον προδώσει. Το που δεν ήξερε, όμως, ήταν ότι για πρώτη φορά στη ζωή της, η Άννα ήταν έτοιμη να κάνει το αδιανόητο. Η Άννα κοίταξε τον Δημήτρη.

«Θες να τον ρίξουμε;»

Εκείνος γέλασε πικρά.

«Αλήθεια, το ρωτάς;»

«Αν το κάνουμε, πέφτουμε κι εμείς.»

«Εγώ δεν έχω πια τίποτα να χάσω, Άννα. Εσύ;»

Η Άννα πήρε μια βαθιά ανάσα. Είχε δύο επιλογές. Να επιστρέψει στον Αλέξανδρο, να σκύψει το κεφάλι και να παραδεχτεί την ήττα της και να ρισκάρει τα πάντα και να βάλει τέλος στην κυριαρχία του. Η καρδιά της χτυπούσε δυνατά.

«Θα τον τελειώσουμε,» είπε τελικά. «Αλλά θα το κάνουμε με τον δικό μου τρόπο».

Ο Δημήτρης την κοίταξε με απορία.

«Δηλαδή;»

Η Άννα πλησίασε και του ψιθύρισε στο αυτί το σχέδιό της. Και τότε, ήταν η σειρά του Δημήτρη να παγώσει. Ο Αλέξανδρος Δεληγιάννης πίστευε πως είχε κλείσει την παρτίδα. Δεν ήξερε πως η γυναίκα που είχε υποτιμήσει περισσότερο από όλους, μόλις είχε βρει τον τρόπο να τον διαλύσει.  Και αυτή τη φορά, δεν υπήρχε διαφυγή.  Όταν ζεις στη σκιά ενός άντρα που πιστεύει ότι ελέγχει τα πάντα, η μόνη σου ελπίδα είναι να του δείξεις ότι δεν είσαι πιόνι. Αλλά τι γίνεται όταν δεν είσαι ούτε βασιλιάς ούτε βασίλισσα; Τότε, γίνεσαι κάτι άλλο γίνεσαι η ίδια η παγίδα. Ο Δημήτρης δεν μπορούσε να πιστέψει αυτά που άκουγε.

«Είσαι σίγουρη;»

Η Άννα τον κοίταξε στα μάτια. Όταν δεν υπάρχει έξοδος διαφυγής, το μόνο που μπορείς να κάνεις είναι να σύρεις τον εχθρό σου μαζί σου στην πτώση.

«Δεν υπάρχει άλλη επιλογή.»

Για να νικήσουν τον Αλέξανδρο, δεν έπρεπε να τον πολεμήσουν. Έπρεπε να τον κάνουν να πιστέψει ότι είχε ήδη νικήσει. Το σχέδιό της ήταν επικίνδυνο. Θα γυρνούσε πίσω σε αυτόν. Θα τον άφηνε να πιστέψει πως είχε λυγίσει, πως κατάλαβε ότι δεν μπορούσε να τον νικήσει. Θα του έδειχνε μεταμέλεια, θα του έδινε αυτό που ήθελε: την πλήρη υποταγή της. Και τότε… θα τον διέλυε από μέσα. Ο Αλέξανδρος περίμενε. Όταν η πόρτα του γραφείου του άνοιξε, δεν χρειάστηκε να γυρίσει. Ήξερε ότι ήταν η Άννα.

«Καθυστέρησες,» είπε ψυχρά.

Η Άννα στάθηκε μπροστά του.

«Δεν είχα πουθενά αλλού να πάω».

Το πρόσωπο του Αλέξανδρου δεν έδειξε καμία ικανοποίηση.

«Κι ο Καράς;»

«Τελείωσε».

«Χμμ…»

Την πλησίασε αργά, εξετάζοντάς την σαν αρπακτικό.

«Πες μου, Άννα… Έμαθες το μάθημά σου;»

Η Άννα τον κοίταξε στα μάτια. Χαμήλωσε το βλέμμα της ελάχιστα.

«Ναι».

Ο Αλέξανδρος χαμογέλασε.

«Καλή κοπέλα».

Και τότε την αγκάλιασε. Ήξερε πως τον είχε νικήσει. Ήξερε πως αυτή τη φορά, η Άννα δεν θα τολμούσε να σηκώσει ξανά κεφάλι. Αυτό που δεν ήξερε ήταν πως εκείνη τη στιγμή, το τέλος του είχε ήδη ξεκινήσει. Η Άννα είχε ήδη προετοιμάσει το επόμενο βήμα. Ο Δημήτρης δεν είχε φύγει από την πόλη. Δεν θα έφευγε. Ήξερε ότι ο υπουργός θα προσπαθούσε να τον «εξαφανίσει». Και γι’ αυτό, είχε ετοιμάσει το τέλειο αντάλλαγμα. Ένα νέο, πιο σκοτεινό μυστικό. Κάτι που, αν έβγαινε στη δημοσιότητα, δεν θα κατέστρεφε απλώς τον Αλέξανδρο. Θα τον έστελνε στο χώμα. Η Άννα δεν θα τον μαχαίρωνε πισώπλατα. Όχι. Θα τον έκανε να στραφεί ενάντια στον ίδιο του τον εαυτό. Και όταν θα ερχόταν εκείνη η στιγμή. Θα του ψιθύριζε στο αυτί:

“Καλώς ήρθες στη δική μου παγίδα”.

ΚΕΦΑΛΑΙΟ 3

Η εκδίκηση δεν είναι μια ξαφνική έκρηξη οργής. Είναι ένα ήσυχο, αργό δηλητήριο που απλώνεται ακριβώς τη στιγμή που ο στόχος του νιώθει ασφαλής.

Τις επόμενες μέρες, η Άννα έπαιζε τον ρόλο της τέλεια. Ήταν η υπάκουη σύζυγος, η γυναίκα που είχε μάθει το «μάθημά της», όπως ήθελε να πιστεύει ο Αλέξανδρος. Έτρωγαν μαζί. Μιλούσαν τυπικά για πολιτική και επιχειρήσεις. Ο Αλέξανδρος την κοίταζε με εκείνο το αδιόρατο μειδίαμα, το βλέμμα του θριαμβευτή. Ήταν απόλυτα πεπεισμένος ότι την είχε σπάσει. Δεν ήξερε πως εκείνη, μέρα με τη μέρα, χτίζε το τέλος του. Το χρηματοκιβώτιο που είχε ανοίξει ο Δημήτρης δεν περιείχε το πιο επικίνδυνο μυστικό του υπουργού. Αυτό το μυστικό, η Άννα το είχε ανακαλύψει μόνη της. Δεν ήταν μόνο οι παράνομες συμφωνίες, ούτε τα βρώμικα χρήματα. Ήταν ένα όνομα. Ένα όνομα που δεν έπρεπε ποτέ να εμφανιστεί πουθενά. Ένας άνθρωπος που ήταν «φάντασμα», εξαφανισμένος εδώ και χρόνια, και όμως. Βρισκόταν ακόμα στη ζωή. Ο Αλέξανδρος είχε φροντίσει να τον εξαφανίσει από τα χαρτιά, από την κοινωνία, από τον κόσμο. Αλλά η Άννα είχε βρει το ένα λάθος του. Και θα το χρησιμοποιούσε για να τον τελειώσει. Ο Δημήτρης δεν είχε μείνει με σταυρωμένα χέρια. Ήξερε πως το «τελειωμένος» για τον Αλέξανδρο σήμαινε ένα πράγμα: νεκρός. Αλλά ο Δημήτρης δεν ήταν εύκολος στόχος. Είχε ανακαλύψει ποιος ήταν ο εκτελεστής που θα έστελνε ο υπουργός. Και πριν προλάβει να κινηθεί εκείνος. Ο Δημήτρης τον βρήκε πρώτος. Ένα πτώμα βρέθηκε δύο μέρες αργότερα σε ένα ερημικό πάρκινγκ. Χωρίς αποτυπώματα. Ο Δημήτρης είχε στείλει το πρώτο του μήνυμα. Ο υπουργός κατάλαβε πως η δουλειά δεν είχε τελειώσει. Η Άννα περίμενε τη σωστή στιγμή. Και ήρθε ένα βράδυ που ο Αλέξανδρος είχε πιει λίγο παραπάνω. Έσκυψε προς το μέρος της, με εκείνο το γνωστό χαμόγελο.

«Βλέπω ότι τελικά ξέρεις να σέβεσαι».

Η Άννα χαμογέλασε.

«Μόνο εκείνους που το αξίζουν.»

Ο Αλέξανδρος γέλασε. Δεν κατάλαβε. Αλλά σε μερικές ώρες, όταν θα έφτανε στο γραφείο του και θα έβρισκε τον φάκελο πάνω στο γραφείο του, θα καταλάβαινε. Θα έβλεπε το όνομα που δεν έπρεπε ποτέ να ξαναέρθει στο φως. Θα καταλάβαινε πως η Άννα είχε φτάσει εκεί που δεν έπρεπε.  Και τότε θα ήξερε πως αυτή τη φορά, είχε πραγματικά χάσει. Το πιο επικίνδυνο λάθος δεν είναι η υπεροψία. Είναι η πεποίθηση ότι δεν μπορείς να ηττηθείς. Ο Αλέξανδρος Δεληγιάννης δεν ήταν άνθρωπος που φοβόταν εύκολα. Αλλά όταν άνοιξε τον φάκελο που βρισκόταν στο γραφείο του, ένιωσε κάτι πρωτόγνωρο: Πραγματικό τρόμο. Μέσα υπήρχαν τρεις σελίδες. Μια αναλυτική αναφορά για τραπεζικούς λογαριασμούς που δεν έπρεπε να υπάρχουν. Μια φωτογραφία ενός άντρα που ο ίδιος είχε διατάξει να «εξαφανιστεί» πριν χρόνια. Και ένα απλό, γραμμένο στο χέρι σημείωμα:

“Έκανες το ένα λάθος που δεν έπρεπε να κάνεις. Νόμιζες ότι ήσουν άτρωτος”.

Δεν υπήρχε υπογραφή. Αλλά δεν χρειαζόταν. Ήξερε ποιος το είχε βάλει εκεί. Εκείνο το βράδυ, όταν γύρισε σπίτι, η Άννα τον περίμενε. Φαινομενικά, όλα ήταν ίδια. Το σπίτι τους έλαμπε, το δείπνο ήταν σερβιρισμένο. Αλλά κάτι στον αέρα είχε αλλάξει.

«Κάτι σε απασχολεί;» ρώτησε αθώα, καθώς έπινε μια γουλιά κρασί.

Ο Αλέξανδρος δεν απάντησε αμέσως. Την κοίταξε. Για πρώτη φορά, δεν ήταν σίγουρος αν την ήξερε πραγματικά.

«Πού τον βρήκες;»

Η Άννα χαμογέλασε.

«Ποιο;»

«Μη με παίζεις». Η φωνή του ήταν ψυχρή, σχεδόν επικίνδυνη.

Η Άννα ακούμπησε το ποτήρι της στο τραπέζι και έγειρε προς το μέρος του.

«Για χρόνια πίστευες ότι ήσουν πάντα δύο βήματα μπροστά από μένα, σωστά;»

Ο Αλέξανδρος έσφιξε τη γροθιά του.

«Άννα, σου δίνω μία ευκαιρία να μου πεις την αλήθεια»,

Εκείνη γέλασε απαλά.

«Δεν χρειάζεται να πω τίποτα, αγάπη μου».

«Γιατί;»

Η Άννα χαμογέλασε ψυχρά.

«Γιατί ήδη ξέρεις την απάντηση».

Ο υπουργός ήξερε ότι όλα είχαν αλλάξει. Δεν είχε πια εκείνος τον έλεγχο. Και αυτό ήταν κάτι που δεν μπορούσε να επιτρέψει. Εκείνο το βράδυ, ο Αλέξανδρος δεν κοιμήθηκε. Ήξερε ότι η Άννα είχε μια πληροφορία που μπορούσε να τον καταστρέψει. Ήξερε επίσης ότι αν δεν την σταματούσε τώρα, δεν θα είχε άλλη ευκαιρία. Το χέρι του έτρεμε ελαφρά καθώς πήρε το τηλέφωνο.

«Καθάρισέ την».

Η διαταγή δόθηκε. Το μόνο που απέμενε ήταν να δει αν είχε αργήσει πολύ. Ο Αλέξανδρος είχε πάρει αμέτρητες αποφάσεις στη ζωή του. Αυτή, όμως, ήταν διαφορετική. Η Άννα δεν ήταν απλά μια εχθρός. Ήταν η γυναίκα του. Ήταν το τρόπαιο που έδειχνε στον κόσμο. Ήταν η «τέλεια σύζυγος» που στεκόταν δίπλα του όταν έκλεινε συμφωνίες, που χαμογελούσε στους δημοσιογράφους, που έκανε τα πάντα για να συντηρεί την εικόνα του. Τώρα όμως, ήταν απειλή. Και οι απειλές εξαφανίζονται. Ο εκτελεστής που ανέλαβε τη δουλειά ήταν απόλυτα επαγγελματίας. Αλλά υπήρχε ένα σοβαρό πρόβλημα. Η Άννα ήξερε ήδη ότι ερχόταν. Όταν το αυτοκίνητό της σταμάτησε μπροστά από την πολυκατοικία όπου είχε προγραμματιστεί η «επίθεση», ο άνδρας που την περίμενε στο σκοτάδι ήξερε ακριβώς τι έπρεπε να κάνει. Όμως, καθώς σήκωσε το όπλο του, ένιωσε το κρύο ατσάλι να ακουμπάει στον κρόταφό του.

«Αν ήμουν εσύ, θα άφηνα το όπλο κάτω».

Ο εκτελεστής πάγωσε. Η φωνή δεν ήταν της Άννας. Ήταν του Δημήτρη. Εκείνη τη νύχτα, ο εκτελεστής δεν επέστρεψε ποτέ για να αναφέρει ότι η αποστολή ολοκληρώθηκε. Και ο Αλέξανδρος Δεληγιάννης έλαβε ένα νέο σημείωμα στο γραφείο του το επόμενο πρωί. Ένα που έγραφε μόνο δύο λέξεις:

“Κακή κίνηση”.

Η Άννα δεν ήθελε απλά να επιβιώσει. Ήθελε να καταστρέψει τον Αλέξανδρο ολοκληρωτικά. Και είχε το όπλο για να το κάνει. Ο άντρας που είχε «εξαφανιστεί» τόσα χρόνια… δεν ήταν νεκρός. Ήταν ζωντανός. Και τώρα, είχε σταλεί ένα ανώνυμο μήνυμα στην αστυνομία και στους δημοσιογράφους. Ένα μήνυμα που τους έλεγε πού να τον βρουν. Αν ο άντρας μιλούσε, ο Αλέξανδρος θα τελείωνε. Θα κατέρρεε πολιτικά. Θα κατέρρεε νομικά. Θα κατέρρεε σαν άνθρωπος.  Ο Αλέξανδρος κάλεσε την Άννα στο γραφείο του.

«Τι θες από μένα;»

Η Άννα τον κοίταξε ψυχρά.

«Τα πάντα».

Ο υπουργός σφίχτηκε.

«Νομίζεις ότι μπορείς να με ρίξεις;»

Η Άννα χαμογέλασε για πρώτη φορά ειλικρινά εδώ και χρόνια.

«Δεν το νομίζω, αγάπη μου. Το ξέρω».

Ο χρόνος του είχε τελειώσει. Και αυτή τη φορά, δεν υπήρχε διαφυγή.

ΚΕΦΑΛΑΙΟ 4

Όταν ένας βασιλιάς πέφτει, δεν ακούγεται θόρυβος. Γιατί μέχρι να αγγίξει το έδαφος… έχει ήδη πεθάνει.

Η Άννα είχε δώσει το σήμα. Το μήνυμα στάλθηκε. Οι πληροφορίες διαρρεύσαν. Οι δημοσιογράφοι έβαλαν τις μηχανές τους μπροστά. Ο άντρας-φάντασμα ήταν έτοιμος να μιλήσει. Μέσα σε λίγες ώρες, οι εφημερίδες και τα ειδησεογραφικά πρακτορεία γέμιζαν με το όνομα του Αλέξανδρου Δεληγιάννη. Σκάνδαλο διαφθοράς. Μαύρο χρήμα. Μια εξαφάνιση που δεν ήταν ποτέ πραγματική.  Οι πολιτικοί του σύμμαχοι άρχισαν να απομακρύνονται. Οι δικηγόροι του έδιναν πλέον άλλες συμβουλές. Και εκείνος, για πρώτη φορά στη ζωή του, δεν ήξερε τι να κάνει.  Το βράδυ, στο σπίτι τους, ο Αλέξανδρος καθόταν στο γραφείο του. Το κινητό του χτυπούσε ασταμάτητα, αλλά δεν το σήκωνε. Η πόρτα άνοιξε. Η Άννα μπήκε μέσα αργά, με ένα ποτήρι κρασί στο χέρι.

«Σε περίμενα,» είπε ήρεμα.

Ο υπουργός δεν σήκωσε το βλέμμα του.

«Γιατί; Για να με δεις να καταρρέω;»

Η Άννα ακούμπησε το ποτήρι στο γραφείο.

«Για να σου δείξω πώς νιώθει κάποιος όταν δεν έχει πια έλεγχο».

Ο Αλέξανδρος πήρε μια βαθιά ανάσα.

«Νομίζεις ότι κέρδισες».

Η Άννα έγειρε το κεφάλι της στο πλάι.

«Δεν νομίζω. Ξέρω».

Η Άννα έβγαλε το κινητό της και το ακούμπησε μπροστά του.

«Αυτό είναι για σένα».

Ο Αλέξανδρος πήρε το τηλέφωνο στα χέρια του. Η οθόνη έδειχνε ζωντανή μετάδοση από ειδήσεις. Και τότε το είδε: Ο άντρας-φάντασμα είχε μόλις εμφανιστεί μπροστά στις κάμερες. Και μιλούσε. Όταν άκουσε τα πρώτα λόγια, ο Αλέξανδρος Δεληγιάννης πάγωσε. Όταν άκουσε το όνομά του να συνδέεται με εγκλήματα που δεν μπορούσαν να διαγραφούν. Κατάλαβε. Ήταν ΤΕΛΟΣ. Ο Αλέξανδρος έκλεισε τα μάτια του για μια στιγμή. Τότε σηκώθηκε από την καρέκλα του και κοίταξε την Άννα.

«Τι θες;»

Η Άννα χαμογέλασε.

«Να σε δω να χάνεις τα πάντα.»

Ο υπουργός έπιασε το ποτήρι του και το πέταξε στον τοίχο.

«ΔΕΝ ΜΠΟΡΕΙΣ ΝΑ ΜΕ ΤΕΛΕΙΩΣΕΙΣ!»

Η Άννα γέλασε απαλά.

«Αλέξανδρε, κοίτα γύρω σου. Ήδη το έκανα».

Την ίδια στιγμή, η πόρτα χτύπησε. Δύο άνδρες με κοστούμια στέκονταν εκεί. Ο υπουργός ήξερε ποιοι ήταν. Το παιχνίδι είχε τελειώσει. Η Άννα πλησίασε και του ψιθύρισε στο αυτί:

“Θυμάσαι τι μου είχες πει εκείνο το βράδυ; ‘Καλή κοπέλα’. Ξέρεις τι λένε για τις καλές κοπέλες, Αλέξανδρε; Κάποιες φορές γίνονται ακριβώς αυτό που φοβάσαι”.

Έπειτα, γύρισε την πλάτη της και έφυγε. Και ο υπουργός… δεν θα ήταν ποτέ ξανά ο ίδιος.

ΕΠΙΛΟΓΟΣ

Όταν ο πόλεμος τελειώνει, δεν υπάρχουν νικητές. Μόνο εκείνοι που κατάφεραν να επιβιώσουν.

Η Άννα έφυγε από το σπίτι χωρίς να κοιτάξει πίσω. Στο βάθος, άκουσε τις σειρήνες να πλησιάζουν.  Το τηλέφωνό της χτύπησε. Ήταν ο Δημήτρης.

«Τέλος;»

Η Άννα σταμάτησε. Κοίταξε τον σκοτεινό ουρανό. Χαμογέλασε.

— «Τέλος».

Ο άλλοτε πανίσχυρος Υπουργός Οικονομικών δεν άντεξε την πτώση του. Μέσα σε λίγες μέρες:
Κατηγορήθηκε για οικονομικά εγκλήματα και συνέργεια σε εξαφανίσεις προσώπων. Οι σύμμαχοί του τον εγκατέλειψαν. Οι λογαριασμοί του δεσμεύτηκαν. Ολόκληρη η ζωή του κατέρρευσε. Τα κανάλια έδειχναν την εικόνα του καθώς τον οδηγούσαν με χειροπέδες έξω από το μέγαρο της κυβέρνησης. Μια εικόνα που η Άννα θα κρατούσε για πάντα στο μυαλό της. Αλλά δεν έμεινε να το απολαύσει. Η εκδίκησή της είχε τελειώσει. Ήταν ώρα να εξαφανιστεί.

Η Άννα Δεληγιάννη δεν υπήρχε πια. Λίγες μέρες μετά τη σύλληψη του άντρα της, εξαφανίστηκε από τη χώρα. Με νέο διαβατήριο και μια ταυτότητα που κανείς δεν μπορούσε να συνδέσει μαζί της, ξεκίνησε μια νέα ζωή. Δεν πήρε τίποτα από την αυτοκρατορία του υπουργού. Μόνο τη δική της ελευθερία.

Ο Δημήτρης Καράς ήξερε πως μετά από όλα αυτά, δεν είχε πια θέση σε αυτόν τον κόσμο. Για χρόνια, ζούσε με την εκδίκηση να του καίει το μυαλό. Τώρα που την είχε πάρει… τι έμενε; Λίγες μέρες μετά την πτώση του Αλέξανδρου, εξαφανίστηκε κι εκείνος. Κάποιοι λένε πως τον είδαν να περνάει τα σύνορα προς μια χώρα της Λατινικής Αμερικής. Άλλοι πως βρήκε καταφύγιο σε ένα μικρό νησί, ζώντας μακριά από τον κόσμο. Δεν τον ξαναείδε κανείς.

Λίγους μήνες αργότερα, σε ένα απομονωμένο καφέ στη Βαρκελώνη, μια γυναίκα με σκούρα γυαλιά ηλίου κάθισε σε ένα τραπέζι. Μπροστά της, κάποιος άφησε έναν φάκελο. Η γυναίκα σήκωσε το βλέμμα. Ο Δημήτρης. Για πρώτη φορά μετά από καιρό, οι δυο τους κοιτάχτηκαν χωρίς ψέματα, χωρίς σχέδια, χωρίς εκδίκηση ανάμεσά τους.

«Τι κάνουμε τώρα;» ρώτησε ο Δημήτρης.

Η Άννα πήρε μια βαθιά ανάσα.

«Ζούμε».

Και αυτή τη φορά, δεν ήταν ψέμα. Ήταν η πρώτη αληθινή στιγμή στη ζωή τους.

Share.

Comments are closed.