Ο Αϊούλαχλης και ο αετός

0

Μια φορά και έναν καιρό, ζούσε σε ένα μακρινό χωριό, πάνω στο βουνό, ένα όμορφο και καλό παλικάρι, ο Αϊούλαχλης. Όσο περνούσε ο καιρός, ο Αϊούλαχλης γινότανε ομορφότερος και πιο θαρραλέος. Η οικογένειά του τον καμάρωνε καθημερινά. Μια μέρα, αποφάσισε να φύγει από το χωριό του για να ανακαλύψει τον κόσμο. Ήθελε να γνωρίσει νέα μέρη, να δει πως ζουν οι άνθρωποι εκεί. Οι γονείς του λυπήθηκαν πολύ όταν το έμαθαν, αλλά τελικά τον άφησαν να φύγει. Ξεκίνησε όλο χαρά το ταξίδι του. Περπατούσε μέρες, και κάθε μέρα έβλεπε καινούριους τόπους και συναντούσε πολλούς ανθρώπους. Κάποια μέρα λοιπόν, έφτασε σε ένα μεγάλο και όμορφο χωριό. Σταμάτησε κοντά στη βρύση για να ξεκουραστεί και να ξεδιψάσει. Εκεί που έπινε όμως νερό, εμφανίστηκε ένας γέρος.

– Γεια σου παλικάρι μου, του λέει ο γέρος

-Γεια σου παππούλη, απαντάει ο Αϊούλαχλης

-Είσαι ξένος στα μέρη μας. Πηγαίνεις κάπου;

-Ξεκίνησα για να γνωρίσω νέα μέρη, είπε το παλικάρι.

-Τότε, του λέει ο γέρος, πρέπει να πας και στη σκοτεινή σπηλιά. Αλλά πρόσεξε, είναι μόνο για όσους έχουν θάρρος. Πολλοί πήγαν, αλλά κανείς δεν τόλμησε να μπει μέσα.

Ο Αϊούλαχλης χάρηκε πολύ όταν το άκουσε. Επιτέλους θα έβλεπε ένα μέρος, που κανείς άλλος δεν είχε τολμήσει να πάει πριν. Μετά, σκέφτηκε, θα μπορούσε να γυρίσει σπίτι του και να πει στους δικούς του τι

Ρώτησε λοιπόν τον γέρο πως θα πήγαινε εκεί. Ο γέρος του είπε, και πριν ξεκινήσει να φύγει, του έδωσε κρέας και κρασί.

-Πρόσεξε όμως, του είπε, να τρως το κρέας και να πίνεις το κρασί με μέτρο. Ίσως σου χρειαστούν.

Ο Αϊούλαχλης ευχαρίστησε τον γέρο, έβαλε λίγο νερό στο παγούρι του και ξεκίνησε. Μετά από αρκετές ώρες έφτασε. Ήταν όπως ακριβώς του τα είχε πει ο γέρος. Η σπηλιά δεν είχε πολύ φως, και ήταν αρκετά τρομακτική με μια πρώτη ματιά. Ο Αϊούλαχλης όμως δε φοβήθηκε καθόλου, και μπήκε μέσα. Άρχισε να περπατάει, στην αρχή με δυσκολία, μέχρι που σιγά σιγά τα μάτια του άρχισαν να συνηθίζουν το σκοτάδι. Ήταν τόσο μεγάλη η χαρά του που τα κατάφερε, ώστε δεν πρόσεξε ότι η σπηλιά τον οδηγούσε προς τα κάτω. Και έτσι, πριν καλά καλά το καταλάβει βρέθηκε στον Κάτω Κόσμο. Όλα εκεί ήταν τρομακτικά και μαύρα.

Παντού έβλεπε δυστυχία, γυναίκες να κλαίνε και αμίλητους άντρες. Είδε ακόμα και μικρά παιδάκια να κάθονται μόνα τους, χωρίς να ξέρουν που να πάνε. Θυμήθηκε τους γονείς και τους φίλους του. Θα ήταν σκέφτηκε, πολύ λυπημένοι αν δεν ξαναγύριζε κοντά τους. Και ήταν σίγουρος ότι δεν είχε έρθει ακόμα η ώρα του να πεθάνει. Έτσι λοιπόν, άρχισε να περπατάει, και να ρωτάει όποιον έβλεπε πως θα μπορούσε να φύγει από εδώ. Κανείς όμως δεν του απαντούσε, παρά μόνο τον κοίταζαν με λύπη και απορία. Είχε περάσει έτσι κάμποση ώρα. Το παλικάρι απελπίστηκε. Κάθισε σε μια πέτρα, και άρχισε να σκέφτεται ότι ίσως να μην κατάφερνε ποτέ να ξαναδεί τον τόπο του, και ότι θα έμενε για πάντα εδώ. Τότε, για καλή του τύχη, τον πλησίασε μια γριά γυναίκα.

-Παλικάρι μου, του λέει, σε βλέπω ώρες τώρα να προσπαθείς να μάθεις πως θα φύγεις από εδώ. Αχ, αγόρι μου, κανείς δεν τα κατάφερε μέχρι τώρα. Αλλά εσύ φαίνεσαι θαρραλέος, και ίσως τα καταφέρεις. Άκουσε τι θα σου πω. Θα πρέπει να περπατήσεις σε εκείνον εκεί το δρόμο, που θα σε πάει αρκετά ακόμα πιο κάτω. Το μονοπάτι δεν είναι εύκολο, τα πόδια σου θα ματώσουν θα πληγωθούν. Αλλά στο τέλος του δρόμου, θα βρεις έναν μεγάλο αετό. Χωρίς να σε δει, θα πρέπει να ανέβεις στην πλάτη του. Αυτός τότε θα πετάξει, και θα σε βγάλει στον επάνω κόσμο. Όμως πρόσεξε καλά. Πρέπει να ταΐζεις συνεχώς τον αετό. Όταν γυρίζει το κεφάλι του αριστερά, θα του δίνεις να πίνει κρασί, και όταν το γυρίζει δεξιά, θα του δίνεις να τρώει κρέας. Αν τον αφήσεις νηστικό, χάθηκες, θα σε ρίξει πάλι εδώ πέρα. Ο Αϊούλαχλης σκέφτηκε ότι έχει και κρέας και κρασί μαζί του, χαμογέλασε στη γριά, την ευχαρίστησε και μετά πήρε το μονοπάτι που του είχε δείξει.

Ο δρόμος ήταν δύσκολος. Παντού αγκάθια και μεγάλες πέτρες. Τα πόδια του γρήγορα άρχισαν να τον πονάνε. Όμως όσο σκεφτόταν τους γονείς του, έπαιρνε κουράγιο και συνέχιζε το δρόμο του. Πράγματι, μετά από πολλή ώρα είδε μπροστά του τον αετό. Ο αετός εκείνη την ώρα κοιμόταν και έτσι δεν μπόρεσε να δει τον Αϊούλαχλη. Το παλικάρι αμέσως σκαρφάλωσε στην πλάτη του. Ο αετός ξύπνησε, τίναξε γρήγορα τα φτερά του και άρχισε να πετάει. Ο Αϊούλαχλης κρατιόταν γερά και κοίταζε πότε θα γύριζε το κεφάλι του ο αετός. Όταν το γύριζε αριστερά, του έδινε να πιει κρασί, και κάθε φορά που το γύριζε δεξιά, του έδινε να φάει κρέας. Ο αετός συνέχιζε να ανεβαίνει. Ώσπου κάποια στιγμή είδε ο Αϊούλαχλης ότι το κρέας είχε τελειώσει. Ο αετός γύρισε το κεφάλι του και πάλι δεξιά. Τότε ο Αϊούλαχλης χωρίς να χάσει χρόνο, κόβει από το πόδι του λίγο κρέας και το δίνει στον αετό. Ετοιμάζονταν να κόψει και δεύτερο κομμάτι, όταν ο αετός του είπε:

-Μην κόβεις από το κρέας σου άλλο. Είδα ότι είσαι πολύ θαρραλέος. Είσαι το πιο γενναίο παλικάρι που έχω συναντήσει μέχρι τώρα, γιαυτό λοιπόν θα σε πάω στον επάνω κόσμο και χωρίς να με ταΐσεις.

Έτσι σε λίγη ώρα ο αετός και ο Αϊούλαχλης βρέθηκαν να πετάνε έξω από τη σπηλιά, κάτω από τον ήλιο. Σταμάτησαν σε ένα λειβάδι, κατέβηκε το παλικάρι, ευχαρίστησε τον αετό και κίνησε για το σπίτι του. Σε λίγες μέρες έφτασε στο χωριό του. Βρήκε τη μάνα του στην είσοδο του χωριού, να περιμένει. Μόλις τον είδε, έτρεξε και τον αγκάλιασε με δάκρυα στα μάτια.

Share.

Comments are closed.